Εαρινή ισημερία...
Ισορροπία δεικτών ωρολογίου...
Δίκταμο σιρόπι, ο έρωντας...
Σταγόνες εαρολογίας...
Αγώνας ν' ανοίξουν μαζί
Τα δυό παραθυρόφυλλα.
Γιορτάζουμε την ημέρα, με τον Μανόλη Αναγνωστάκη να διαβάζει επτά ποιήματά του, από τη συλλογή ” Η Συνέχεια 3″ (Πρώτη έκδοση : Σεπτέμβριος 1977)
ΤΩΡΑ ΜΙΛΩ ΠΑΛΙ…
Τώρα, μιλώ πάλι σαν ένας άνθρωπος που γλίτωσε απ’ το
λοιμό
Επισκέπτομαι τους φίλους μου, ξέρω πολλούς που σώθηκαν
(«Υπάρχει, πάντα μια αναχώρηση», έτσι είχα κάποτε πεί
Άλλοτε πάλι μίλησα για μιαν άγνωστη αρρώστια, — ποιος
τα θυμάται;)
Πέρασαν πια οι καταδικασμένες μέρες ανοίξαν τα παράθυρα
Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα
σκουπίδια
Άρχισε πάλι η ζ ω ή, οι εγγραφές στους συλλόγους και τα
ινστιτούτα
Οι αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα
έργα στους κινηματογράφους
Οι αγγελίες στις εφημερίδες˙ πέρασε πια η κακή αποκριά
Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα λησμονήθηκαν
Και το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει για τη μετονομασία
των οδών.
Ραούλ, εσένα πάλι σκέφτομαι που δεν πρόλαβες να γίνεις
σοφός, να συζητήσεις,
Να δεις την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μάθεις να
σιωπάς˙
Δε σου ‘μελλε να πιθανολογείς, να βγάζεις συμπεράσματα.
Δε σου ΄μελλε να διδαχτείς κι εσύ την αριθμητική των
ιδεών
Ο ΝΕΚΡΟΣ
Ήρθαν τα πρώτα τηλεγραφήματα
Σταμάτησαν τα πιεστήρια και περίμεναν
Έγιναν οι παραγγελίες στις αρμόδιες αρχές.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Όλοι φόρεσαν τις μαύρες γραβάτες
Δοκίμασαν στον καθρέφτη τις συντριμμένες πόζες
Ακούστηκαν οι πρώτοι λυγμοί τα θλιβερά εγκώμια.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
Στο τέλος οι ώρες γινήκαν μέρες
Εκείνες οι φριχτές μέρες της αναμονής
Οι φίλοι άρχισαν να διαμαρτύρονται
Έκλεισαν τα γραφεία τους σταμάτησαν τις πληρωμές
Γυρνούσαν τα παιδιά τους αδέσποτα στους δρόμους.
Έβλεπαν τα λουλούδια να μαραίνονται.
Μα ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
(Τόσα και τόσα πράγματα πού δεν προβλέπονται
Τόσες συνέπειες ανυπολόγιστες, τόσες θυσίες,
Σε ποιους υπεύθυνους να διαμαρτυρηθείς, που να φωνάξεις;)
Και ο νεκρός δεν πέθανε την ορισμένη ώρα.
ΤΟ ΝΑΥΑΓΙΟ
Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
Ύστερα, απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
Το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
(Πού πήγαν οι άλλες βάρκες; ποιοι γλιτώσαν;)
Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
Ένα νησί ερημικό όπως στα βιβλία
Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας
Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία
Και στη μέση μια εκκλησιά.
Θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
Του καπετάνιου μας που χάθηκε—ψηλά ψηλά—
Λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου, πιο χαμηλά του τρίτου
Θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
Κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι
Καινούριο, ολοκαίνουργο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα-
Θα ’χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίσουνε.
Μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε μ’ εμάς.
Η ΑΠΟΦΑΣΗ
Είστε υπέρ η κατά;
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι.
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή
Παιδιά γυναίκες έντομα
Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
Δύσκολα πάθη χαλασμένα δόντια
Μέτρια φιλμ. Κι αυτό σας βασάνισε ασφαλώς.
Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση.
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα.
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν:
Είστε υπέρ ή κατά;
Σκεφθείτε το καλά. Θα περιμένω.
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΙΣ ΡΑΓΕΣ…
Κάτω απ’ τις ράγες του τραίνου
Κάτω από τις γραμμές του βιβλίου
Κάτω από τα βήματα των στρατιωτών
Όταν όλα περάσουν—πάντα σε περιμένω.
Πέρασαν από τότε πολλά τραίνα
Κι αλλά πολλά βιβλία θα διαβαστούν
Κι άλλοι, στρατιώτες το ίδιο θα πεθάνουν.
Κάτω από καθετί που σου σκεπάζει τη ζωή
Όταν όλα περάσουν—
Σε περιμένω.
ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ
Εδώ οι πόρτες έγιναν στόματα
Βγαίνουνε ολοένα άνθρωποι σαν οργισμένες λέξεις
Σε δαχτυλοδειχτούν και σε υβρίζουν˙
Νέοι, χτες μόλις παιδιά, με την φλόγα στα μάτια
Νομίσματα νιόκοπα γεμάτα πάθος αγοράς
Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται δε μπορεί πια ν’ αγοραστεί
Η κάθε σπασμένη φωλιά η κάθε σβησμένη λέξη.
Εδώ τα παράθυρα γίναν αγχόνες
Δουλεύουν νύχτα μέρα σα ματόκλαδα
Όμως το αίμα Εκείνων δεν απαγχονίζεται
Δεν υποπτεύονται πώς ολοένα τους κυκλώνει
Δεν υποπτεύονται τι ξεπουλήθηκε—για να δολοφονούν.
Κι όμως υπάρχει πάντα μια εκδίκηση
Μια μυστική ενέδρα χωρίς διέξοδο
Ένας κοχλίας πού ριζώνει πιο βαθιά.
(Στο τέλος όταν όλοι π ε ρ ά σ ο υ ν σαν κι εμάς)
ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΟΣ ΘΕΑΤΗΣ…
Ασήμαντος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Τώρα πια δε χειροκροτεί δε χειροκροτείται
Ξένος περιφέρεται στων ιδεών το κάλεσμα.
Έρχονται από μακριά οι νέοι σαλπιγκτές
Των επίλεκτων κλάσεων του μέλλοντος
Οι κραυγές τους γκρεμίζουν τα σαθρά τείχη
Τήκουν τη λάσπη σε φωτεινούς ρύακες.
Έρχονται οι αγνοί, οι ανυπόκριτοι,
Οι βιαστές, οι αμέτοχοι, οι παρθένοι,
Οι πονηροί συνδαιτυμόνες, οι αθώοι
Οι ληξίαρχοι των ήμερων μας.
Έρχεται το μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στους πίδακες των πρόσχαρων νερών·
Έρχονται οι τελευταίες προγραφές.
Μα τώρα αυτός είναι. απλός θεατής
Ανώνυμος ανθρωπάκος μέσα στο πλήθος
Με τα χέρια στο στήθος σαν έτοιμος νεκρός
Τώρα πια δε χειροκρότει δε χειροκροτείται.
(Να ξέρεις πάντα το π ό τ ε και το π ω ς.)
Σάββατο 21 Μαρτίου 2009
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Συνεχίζω με το μελοποιημένο του :
ΑπάντησηΔιαγραφή"Δρόμοι παλιοί
Δρόμοι παλιοί που αγάπησα και μίσησα ατέλειωτα
κάτω απ' τους ίσκιους των σπιτιών να περπατώ
νύχτες των γυρισμών αναπότρεπτες κι η πόλη νεκρή
Την ασήμαντη παρουσία μου βρίσκω σε κάθε γωνιά
κάμε να σ' ανταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο του τόπου μου κι εγώ
Ξεχασμένος κι ατίθασος να περπατώ κρατώντας μια σπίθα τρεμόσβηστη στις υγρές μου παλάμες
Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς να γνωρίζω κανένα
κι ούτε κανένας με γνώριζε"
Πριν χρόνια σε ένα μικρό αρχαιολογικό μουσείο της Τοσκάνης είχαν απομονώσει ορισμένα εκθέματα κατά τρόπο ώστε ο επισκέπτης να μπορεί πίσω από παραπετάσματα να δει μονάχα μία όψη τους ιδιαίτερα φωτισμένη. Τα απόλαυσα ιδιαίτερα γιατί έτσι μπόρεσα να εστιάσω σε ελάχιστες λεπτομέρειες που αναδεικνύονταν όμως μοναδικά. Το ίδιο ένιωσα και τώρα. Ο Αναγνωστάκης είναι ο πλέον αγαπημένος μου και γνωστός ποιητής. Όταν όμως διάβασα λίγα από τα ποιήματά του απομονωμένα και άρα ιδιαίτερα "φωτισμένα", απομόνωσα λεπτομέρειες που πριν δεν είχα προσέξει. Όμορφη στιγμή Χρονοστιβάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜανόλης Αναγνωστάκης, Τάσος Λειβαδίτης, Μιχάλης Κατσαρός... η "Αγία Τριάς" της μεταπολεμικής ελληνικής ποίησης !
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως Κλεοπάτρα και Μινγκ, η λεπτομέρεια κάνει τη διαφορά... "μια σπίθα τρεμόσβηστη σε υγρές παλάμες". Όσο δεν την προσέχουμε και δεν την αναζητούμε, θα περπατάμε σε μια νύχτα, χωρίς να γνωρίζουμε κανέναν...
Στις φυλακές του επταπυργίου, στο ίδιο κελί με τον Μανωλη Αναγνωστάκη, βρίσκονταν και ένας δικός μου κατοπινός αγαπημένος ποιητής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ Αργύρης Μπαρής.
Φωτεινό του παράδειγμα ο Μανώλης, που τον καθοδήγησε στο δικό του φωτεινό μονοπάτι της ποίησης, που υπηρέτησε με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Γι' αυτόν το το παρακάτω απόσπασμα.
Μανώλη
ψήλωσες πολύ,
άγγιξες τ' όνειρό μου.
Μή μιλάς,
αυτό μου φτάνει.
Χιονοστιβάδα, έχω στην διάθεσή σου μερικές ποιητικές συλλογές του Αργύρη Μπαρή. Αν σ' ενδιαφέρει, στείλε μου ένα μειλ και θα τις έχεις.
Ανταμοιβή για όσα διάβασα στο blog σου.
Ισως το χιονοστιβάδα να μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση από το χρονοστιβάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΈτσι σου άλλαξα και όνομα.
Ελπίζω να με συγχωρέσεις.
Επίκουρε, καλωσόρισες κι εσύ στο φτωχικό μας ! Τα ποιήματα του Αργύρη Μπαρή (...αλλά και του Δημήτρη Μαστροδήμου) τα πρωτοδιάβασα στο ιστολόγιό σου και δε σου κρύβω πως, αυτά ήταν η αφορμή για να το συμπεριλάβω στη λίστα μου, να το επισκέπτομαι συχνά και να διαβάζω τις σχετικές αναρτήσεις σου. Τρέφω μια βαθιά εκτίμηση κι έναν απέραντο σεβασμό στους βασανισμένους ανθρώπους και πιστεύω πως, λίγο πολύ, όλοι όσοι έζησαν στην Ελλάδα της πραγματικής φτώχειας και ανελευθερίας, των ξεριζωμών, των πολέμων, των δικτατοριών και του εμφύλιου σπαραγμού, έζησαν τόσο δύσκολες στιγμές, που εμείς οι νεότεροι - και δει τα τέκνα των εκπροσώπων της γενιάς της μεταπολίτευσης - ούτε καν φανταζόμαστε. Ώρες ώρες, σκαλίζω κι εγώ τις πληγές μου με το νύχι, αλλά νιώθω τόσο μικρή και τόσο λίγη απέναντι σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους, "επώνυμους" κι "ανώνυμους", οικείους κι άγνωστους. Για μένα είναι όλοι τους οι γονείς, οι παππούδες κι οι προγιαγιάδες μου και ειλικρινά, θα ήθελα να είχα το ταλέντο για ν' αφηγηθώ μια μια τις ιστορίες τους. Εκείνοι είχαν βαθιές πληγές και σοβαρούς λόγους να βαρυγκωμούν κι όμως υπέμεναν αγόγγυστα, εν αντιθέσει μ' εμάς, που γκρινιάζουμε στην πιο ασήμαντη αμυχή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌσο για το όνομα, μην ανησυχείς, πολλοί κάνουν το ίδιο λάθος... η δύναμη της συνήθειας, βλέπεις (...ίσως κι η βιασύνη, που ενίοτε μας κάνει να προσπερνάμε τις λεπτομέρειες, που λέγαμε). Μια χιονοστιβάδα είναι όντως πιο εντυπωσιακή, ενώ μια χρονοστιβάδα δεν είναι καν ορατή, ίσως γι αυτό και πιο επικίνδυνη. Μπορεί να μας συμπαρασύρει, χωρίς να το καταλάβουμε...
Καλημέρα, καλή εβδομάδα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το έχει κάνει ήδη!
Η χρονοστιβάδα από αόρατη, έφτασε στις μέρες μας, χάριν στον τρόπο που ζούμε, να γίνει χιονοστιβάδα και να καταπλακώνει τα πάντα στο διάβα της.
Πόσο άχαρη καταντήσαμε την όμορφη, αν και σκληρή γι' αυτό ίσως και όμορφη, ζωή των προγόνων μας!
Ευχαριστώ για την επικοινωνία.
Καλημέρα.