Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΝΙΚΟ ΚΑΒΒΑΔΙΑ (β' μέρος)


ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ (από τη συλλογή "Μαραμπού")
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,  
που ιδιοτροπία μ' έκαμε και το 'καμα δικό μου  
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,  
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου

"Οι ιστορίες των ναυτικών έχουν μια φυσική απλότητα", όπως παρατηρεί ένας άλλος λογοτέχνης, επίσης παθιασμένος με τη θάλασσα, ο Τζόζεφ Κόνραντ. Στον Καββαδία η φυσικότητα δεν εξισώνεται με την ανυπαρξία τέχνης (το αντίθετο: η φύση μπορεί ν' αναγνωριστεί εκ νέου και να ξανακερδηθεί μέσα στην τέχνη) ούτε η αυθεντικότητα εξαντλείται στην επίφασή της, στο εξωτερικό σχήμα της, που θα μπορούσαν να το προσφέρουν κάποιες ωμές λέξεις της θαλασσινής αργκό ή ορισμένα μοτίβα του ταξιδιού και του πόντου. Ποιήματα όπως το "Ένα μαχαίρι", θα μπορούσαν να παρουσιαστούν ως μικρά θεατρικά μονόπρακτα, με διαλόγους ρέοντες. Το ταξίδι, στο έργο του είναι το αυτονόητο σκηνικό. Η δράση είναι μια ασύνδετη, χαλαρή διαδοχή λεκτικών εικόνων με ελαστικό ιστό, που διαμορφώνεται από τον εκάστοτε "ναυτικό αφηγητή" πρωταγωνιστή. Αν πλησιάσουμε αρκετά, βλέπουμε πως έχουμε λεπτολόγο υλικό, εξαντλητικά επεξεργασμένο, με πολλές σκοτεινές περιοχές "κρυμμένου νοήματος", με λέξεις αμφίσημες και αλληγορικές, με φωτοσκιάσεις εντάσεων και σιωπών, που ισορροπούν σ' ένα ήρεμο, χαμηλόφωνο τόνο. Το πλοίο γίνεται το ονειρώδες αφροδίσιο σώμα, το νερό η πλήρης ερωτική φαντασίωση. Πέρα από τη δράση και το αναμενόμενο σκηνικό, οι χαρακτήρες που φιλοτεχνεί λεπτομερώς, σχεδόν σε κάθε ποίημα, δίνουν την εντύπωση πορτρέτου. Η φόρμα του πορτρέτου δείχνει να ταιριάζει απόλυτα στη συγγραφική ιδιοσυγκρασία του Καββαδία, γιατί του παρέχει τη δυνατότητα με δυο λόγια να παρουσιάσει μια εικόνα της προσωπικότητας ή της δράσης κάποιου προσώπου. Απ' αυτόν το ιδιότυπο θίασο, παρελαύνουν ρεαλιστικές και φανταστικές μορφές, πρόσωπα σύμβολα, όπως ο ναύτης, ο καπετάνιος, ο μαρκόνης, ο θερμαστής, όχι όμως ως προσωποποίηση της επαγγελματικής ιδιότητας του καθενός, αλλά ως ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης. Όλα μαζί συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο, που σου δημιουργεί τη διάθεση να τον εξερευνήσεις...

ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ (από τη συλλογή "Μαραμπού")
Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά.  
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,  
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,  
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.  
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό,  
πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.  
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ,  
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Έπλαθε φανταστικές ιστορίες κι έλεγε ψέματα, όχι για να ξεγελάσει ή να κερδίσει κάτι τι, μα για να διασκεδάσει τους συνομιλητές του ή να τους κάνει ν’ αλλάξουν την άδικη γνώμη τους για κάποιον που ο ίδιος αγαπούσε. Είχε τη συστολή μικρού παιδιού και ήταν αμέτρητες οι φορές που όταν τον ρωτούσαν «Μα είσθε ο ποιητής Καββαδίας; ο Μαραμπού;» κοκκίνιζε κι απαντούσε «Όχι, όχι. Είμαι απλώς ο ξάδελφός του. Εγώ είμαι μόνο ναυτικός. Δεν ξέρω από χαρτιά και από ποιήματα». Και την ίδια ώρα μπορούσε ν’ αποσυρθεί σε μια γωνιά για να γράψει πίσω από κάποιο πακέτο τσιγάρων, στίχους που αργότερα, ολοκληρωμένοι σε ποίημα, θα έκαναν τόσο μοναδική τη φωνή του στη νεοελληνική ποίηση...

WILLIAM GEORGE ALLUM (από τη συλλογή "Μαραμπού")
Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,  
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή  
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε  
με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή... 


1940-1945  
Στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό "Η λόγχη", που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα μικρά αφηγήματα «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969). Μετά την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, πεζός στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Περιμένοντας, με το τέλος του πολέμου, να ξαναρχίσουν οι θαλάσσιες μεταφορές για να ξαναμπαρκάρει, συνεργάστηκε με το περιοδικό του Δημήτρη Φωτιάδη "Ελεύθερα γράμματα", όπου στο τεύχος της 3ης Μαρτίου 1945, μέσα σε κλίμα βαρύ από την ήττα της Αριστεράς στα Δεκεμβριανά κι από τις διώξεις, δημοσιεύει το ποίημα "FEDERICO GARCIA LORCA"...  

 FEDERICO GARCIA LORCA (από τη συλλογή "Πούσι")
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό  
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.  
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,  
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.  
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά  
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου...

Το πορτοκαλί και το πορφυρό στο ποίημα «Federico García Lorca» χρωματίζουν μια μνήμη αντίστασης και ανθρώπινης αξιοπρέπειας και γίνονται παντιέρα μιας καταγγελίας ενάντια στον πόλεμο, που ξεπερνά τα στενά χρονικά και χωρικά πλαίσια. Η εικόνα του μεσογειακού τοπίου διαθλάται μέσα από τις χρονικές μετατοπίσεις, από την εποχή των σταυροφόρων στην εποχή της αραβικής κατάκτησης, για να διαχυθεί στο σήμερα. Αλλά μέσα σ' αυτό το σήμερα, η μορφή του Λόρκα θα συμπλακεί με τους νεκρούς της Καισαριανής και του Διστόμου, ενώ κάπου στο βάθος παραμένει αχνή, σχεδόν αμφίβολη, η ανάμνηση του Καραϊσκάκη και η υποψία μιας έμμεσης αναφοράς στο Χριστό. Αυτή η συμπλοκή μορφών και συμβόλων γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο, που τις ενσωματώνει αλληγορικά, απαντά επίσης και σε ποιήματα της συλλογής "Τραβέρσο", όπως το "Γκεβάρα" κι ανακαλεί την παρόμοια τακτική του Εγγονόπουλου στο ποίημα "Μπολιβάρ". Το μυθικό στοιχείο εισχωρεί ακόμα περισσότερο στον κόσμο της πραγματικότητας, αλλοιώνοντας δραστικά την ουσία της. Αυτή η μαγική διαπήδηση φαίνεται να συμβαίνει στο χώρο της ανάμνησης γεγονότων, πράξεων αυτοθυσίας και ηρωικών μορφών. Ωστόσο, καθώς τελειώνει το ποίημα, ο αναγνώστης δεν είναι πια σίγουρος αν ήταν η έκφραση μιας βαθύτερης ανάγκης του ποιητή ή περιγραφή υπαρκτών προσώπων...

GUEVARA (από τη συλλογή "Τραβέρσο")
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα  
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.  
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.  
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια. 

1945  
Μεταφράζει μαζί με τον Βασ. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, με ήρωες ναυτικούς και ανθρώπους του λιμανιού : "Το ταξίδι του γυρισμού κι άλλα μονόπρακτα", εκδ. Καραβία. Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943», με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός, «Στον τάφο του Επονίτη», στο περιοδικό της ΕΠΟΝ "Νέα Γενιά" και «Αντίσταση», στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Στον τόμο "Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας" του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα "Στο άλογό μου" (Αθήνα 1945, σσ. 136-137). Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών. Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας στις 6 Οκτωβρίου 1945 μπάρκαρε ως δόκιμος ασυρματιστής με το επιβατηγό πλοίο «Κορινθία», στη γραμμή Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Καβάλα. Δεν είχε εμφανή πολιτική δράση, όμως δεν έμεινε αμέτοχος. Όταν το πλοίο μπήκε στη γραμμή Πειραιάς - Αλεξάνδρεια - Μασσαλία, μετέφερε κρυφά υλικό από και προς την Ελλάδα και βοηθούσε διωκόμενους να διαφύγουν στο εξωτερικό... 

 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (από τη συλλογή "Πούσι")
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται  
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.  
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται  
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού... 

1947  
Οι Γερμανοί έχουν φύγει... έχει αρχίσει ο Εμφύλιος. Με δημοψήφισμα επανέρχεται η Βασιλεία. Η Ιταλία υπογράφει συνθήκη και παραχωρεί τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Αλληλοδιαδοχή κυβερνήσεων... δόγμα Τρούμαν, σχέδιο Μάρσαλ και "κυβέρνηση του βουνού" υπό το Μάρκο Βαφειάδη. Στο χώρο των γραμμάτων, κάνουν αίσθηση η "Πανούκλα" του Καμύ, το "Λεωφορείον ο Πόθος" του Τενεσή Ουίλιαμς και το "Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ". Ο Καββαδίας είναι 37 ετών. Από τις εκδόσεις του φίλου του Νότη Καραβία, κυκλοφορεί τον Ιανουάριο, σε 1000 αντίτυπα, η δεύτερη συλλογή του, "Πούσι" με 14 ποιήματα, βιβλίο που κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών, φίλων του ποιητή ( Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Γ. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Κυκλοφορεί επίσης σε δεύτερη έκδοση το "Μαραμπού" εμπλουτισμένο με τρία ακόμη ποιήματα («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη λίστα»)...  

ΠΟΥΣΙ (από την ομώνυμη συλλογή)
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό  
κι είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.  
Από να φοβάμαι να καρτερώ  
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα... 


                                       (Με τον Αιμίλιο Χουρμούζιο)

Στο "Πούσι" ο λόγος είναι λυρικότερος, σαφώς λογιότερος, με διάθεση στοχαστική αλλά και κάποια ψήγματα ραφιναρισμένου χιούμορ, όχι τόσο συνηθισμένου για την εποχή. Ακολουθείται κι εδώ η σφιχτή, παραδοσιακή μετρική με τις ευφάνταστες ρίμες, πράγμα αξιοσημείωτο, διότι όταν όλη η άλλη ποιητική πρωτοπορία της γενιάς του '30, αναζητώντας το καινούριο, καταλήγει στον ελεύθερο στίχο, εκείνος εμμένει στο άψογο μέτρο. Ο Αιμ. Χουρμούζιος, αν και κατά τ’ άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της "Νέας Εστίας" για «έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά... Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα...». Με εξαίρεση το «Federico García Lorca», ο Καββαδίας δεν είχε συμπεριλάβει τα προαναφερθέντα πολιτικά ποιήματα της εποχής στη συλλογή, τα οποία φαίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκηρύσσει, όχι όμως, για το ιδεολογικό τους περιεχόμενο, αλλά για την ποιητική τους αξία. Στο "Πούσι" κυριαρχεί το δεύτερο πρόσωπο, το "εσύ", κάτι που δίνει μεγαλύτερη αμεσότητα και θέρμη στην εξομολόγηση, αλλά και βαθύτερη συνοχή στο βιβλίο. Τα ποιήματα μοιάζουν σαν γράμματα ενός ναυτικού σε συγγενείς και φίλους ή μάλλον σύντομες καρτ-ποστάλ από λιμάνια, με παραλήπτες τα πρόσωπα στα οποία είναι αφιερωμένα...

ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ (από τη συλλογή "Μαραμπού")
Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα  
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:  
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"  
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.  
Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,  
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,  
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα  
και τώρα πια να μη με περιμένει...  

"Σίδερα... Χαρά στο πράμα! Να βάλεις μια δεκάρα στην μπάντα και να τα μουτζώσεις για πάντα. Να μην κατεβαίνεις στο γιαλό. Να μην τα θυμάσαι…Όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’ αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους, ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτρας; Να σκούζει μονάχη της, καθώς παντρεύεται με τον άνεμο… Δυο μάτια. Πράσινο το ‘να, σμαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουμπίνι. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμής. Είναι μάτια. Τα καράβια δεν τα πάμε. Μας πάνε..." (Βάρδια)

1949  
Αναλαμβάνει καθήκοντα υπεύθυνου ασυρματιστή στο επιβατηγό «Κυρήνεια», ένα κατεξοχήν μεταναστευτικό καράβι, με διαστάσεις θρύλου στη μεταναστευτική ιστορία των Ελλήνων της Αυστραλίας. Είναι το πλοίο στο οποίο υπηρέτησε περισσότερο από κάθε άλλο στην πολυετή ναυτική του σταδιοδρομία...

ΟΙ ΕΠΤΑ ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA (από τη συλλογή "Τραβέρσο")
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει. 
 - Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.  
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. 
 - Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια !  

"Μπήκα σ' ένα μεγάλο της εταιρίας, που 'κανε τη γραμμή Αυστραλία, Genova, Πόρτο, Άντεν, Κολόμπο, Φριμάν, Μέλμπουρν, τριάντα τρεις μέρες ταξίδι. Χαιρόσουνα τη θάλασσα. Να 'σουνα στη Genova, να 'βλεπες από μια μεριά το πως μπαίναν οι μετανάστες! Τα μεγάφωνα φώναζαν σε πέντε γλώσσες. Ένας μπερδεμένος λαός γεμάτος χρώμα. Ο καθένας με τη δικιά του θρησκεία κι όλοι μαζί δίχως πίστη. Πήγαιναν να ξαναρχίσουν. Πολλοί με το νούμερο του στρατοπέδου στα χέρια. Γυναίκες που έρχονταν μαζί σου για ένα τσιγάρο, για λίγο πιοτό, για τίποτα, γιατί βαριόνταν ν' αρνηθούν. Μόλις φθάναμε στο τελευταίο λιμάνι, έπεφτα να κοιμηθώ κι όταν ξυπνούσα τους είχε καταπιεί όλους η πάχνη του Yara - Yara. Πού είχε πάει 'κείνος ο αχός, το βουητό που με κοίμιζε τόσες μέρες, που το βαριόμουνα και που τ' αγαπούσα. Έρημα καταστρώματα, γιομάτα σπασμένες καρέκλες, εφημερίδες σ' όλες τις γλώσσες , εβραϊκά βιβλία, χτένες κι αδειανά φακελάκια... καταλαβαίνεις. Κι έπειτα τα σάρωνε μονομιάς η μάνικα του νερού." (Βάρδια)

 

1953
Ο Καββαδίας παίρνει το δίπλωμα Ασυρματιστή Α΄ τάξεως. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια «Ιωνία», «Κορινθία» (Απρίλιος-Αύγουστος), με το φορτηγό «Πρωτεύς» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) και πάλι με το ατμόπλοιο «Κορινθία» (Δεκέμβριος).
1954
 Κυκλοφορεί το πεζό "Βάρδια" (εκδ. Α. Καραβία), σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησής του. «Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων –περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων– η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια», παρατηρεί η Μαίρη Μικέ. Η "Βάρδια" τελείωσε κατά ένα μεγάλο μέρος στις 15 Αυγούστου 1951, στη Μελβούρνη, αρόδο στο λιμάνι της πόλης. Τα φώτα του Port Melbourne στην εκβολή του Yara - Yara κι οι παρακείμενες αποβάθρες του Williamstown, η περίφημη Station Pier, προσφέρουν δυνατές εικόνες, που εμπνέουν τον ποιητή...


YARA - YARA (από τη συλλογή "Τραβέρσο")
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara  
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,  
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,  
του κοριτσιού το φίλημα, που στοίχισε ακριβά...


Η σχέση του Καββαδία με την τέχνη και τον πολιτισμό γενικότερα, ήταν στενή και ουσιαστική. Λάτρευε τη ζωγραφική κι είχε πάντα στην κουκέτα του αντίγραφα, που αγόραζε στα ταξίδια του ή αυθεντικούς πίνακες, που του χάριζαν φίλοι. Οι αναφορές σε εικαστικά έργα και δημιουργούς, είναι δεκάδες στα ποιήματά του... Τζιορτζιόνε, Τισιανός, Γκόγια, Σαγκάλ, Σερρά, Πικάσο, Μπασκιρτσέφ, είναι κάποιοι απ' αυτούς. Βιβλία ιστορίας και λογοτεχνίας τον συντρόφευαν επίσης, στις μοναχικές στιγμές της βάρδιας. Θαύμαζε τον Καζαντζάκη, τον αγαπούσε και θυμόταν με χαρά τις συναντήσεις μαζί του. Με το Βάρναλη ήταν φίλοι. Τον συναντούσε στην ταβέρνα, στο Κολωνάκι όπου σύχναζε, όταν ερχόταν στην Αθήνα, ανάμεσα στα ταξίδια του. Τον θαύμαζε σαν ποιητή και τον εκτιμούσε σαν άνθρωπο. Με τον Καραγάτση ήταν πολύ φίλοι, αν και διαφωνούσε συχνά με τις αντιλήψεις και τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις. Αγαπημένος του φίλος ήταν επίσης κι ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης, που πέθανε νέος απ' τις κακουχίες του πολέμου, φαντάρος στο μέτωπο το '41. Ο Καρυωτάκης, όμως, ήταν εκείνος που επηρέασε τις ποιητικές επιλογές της νιότης του, όπως έλεγε. Εκτιμούσε το Σεφέρη για το έργο του και τον θεωρούσε φίλο του (... του έχει αφιερώσει, μάλιστα, το ποίημα "Εσμεράλδα" στο "Πούσι"), αν και όπως έλεγε με το χαρακτηριστικό του χιούμορ "δεν ξέρω αν ήμουν κι εγώ δικός του φίλος" και θυμόταν που κάποτε στη Βηρυτό είχε περάσει το νομπελίστα από έναν δρόμο γεμάτο μ' ελληνικές σημαίες κι όταν ο Σεφέρης θαύμασε που είδε τόση Ελλάδα, του αποκάλυψε πως ήταν η γειτονιά με τα ελληνικά μπορντέλα. Θύμωσε ο Σεφέρης και του είπε "Κύριε ή εσείς θα κατεβείτε απ' το αμάξι ή εγώ", οπότε κατέβηκε ο Καββαδίας και συνέχισε με τα πόδια. Για τον Ελύτη ήταν επαινετικός, ιδιαίτερα για το "Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας" και το "Άξιον εστί", για τη μελοποίηση του οποίου από τον Μίκη Θεοδωράκη, εκφραζόταν πάντα θετικά. Δεν παρέλειπε, ωστόσο, να επισημαίνει ότι την ποίηση την αισθάνεται κανείς περισσότερο με τα δικά της μέσα: τις λέξεις, την ανάγνωση και την απαγγελία. Ήταν καλά ενημερωμένος για τα μουσικά πράγματα, για τον Θεοδωράκη και το Χατζιδάκι, για τους νέους μουσικούς της εποχής, για το ρεμπέτικο, που του αναγνώριζε μιαν αυθεντικότητα, όπως έλεγε, για το δημοτικό τραγούδι, αλλά και την κλασσική μουσική, που τη λάτρευε, για τα τραγούδια των μαύρων της Αμερικής και τη βορειοαφρικανική μουσική...

ΚΑΡΑΝΤΙ (από τη συλλογή "Πούσι")
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο οι ιθαγενείς  
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.  
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους  
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς... 


                                              (Οι αδελφοί Καββαδία ) 

1957  
Στο Κόμπε της Ιαπωνίας αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»).  
1961  
Με τη μεσολάβηση του Χουρμούζιου, κυκλοφορούν οι συλλογές "Μαραμπού" και "Πούσι" σε κοινή έκδοση από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου.  
1964  
Μετακομίζει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4, στους Αμπελοκήπους. 1965 Τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Ο ποιητής και η αδελφή του μετακομίζουν στην οδό Δεινοκράτους 5, στο Κολωνάκι, στην ίδια πολυκατοικία που έμενε η αγαπημένη ανιψιά του Έλγκα. Στον γιο της Φίλιππο, που θα γεννηθεί την επόμενη χρονιά, θα αφιερώσει «Τα παραμύθια του Φίλιππου» της συλλογής "Τραβέρσο".  
1968 
 Επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό "Λι". Θα ξαναεπισκεφτεί το νησί ακόμα δύο φορές, το 1970 και το 1972. 1969  
Στις 3 Ιανουαρίου γράφει το μικρό πεζό "Του πολέμου". Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γαλλικά (N. Kavvadias, En bourlinguant, trad. Michel Saunier, ed. Stock, Paris 1969). 1973 Τα βιβλία του "Μαραμπού" και "Πούσι" επανεκδίδονται από τον Κέδρο. Τον Νοέμβριο προσκαλείται από τον καθηγητή Κ. Μητσάκη για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.  
1974 
Τον Δεκέμβριο υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί και προαισθάνεται το τέλος του.  
1975  
Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή "Τραβέρσο", που ετοίμαζε. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Στο σημειωματάριό του βρέθηκαν οι τρεις τελευταίοι στίχοι που κατέγραψε και ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε...  
"Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη 
 και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.   
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε"...  
Κάτι ανάλογο βρίσκουμε στα γραπτά του Μακρυγιάννη... "ο ήλιος εβασίλεψε / και το φεγγάρι εχάθη" ... Με την εικονοποιία αυτή, του επεξεργασμένου δημοτικού τραγουδιού, ο Νίκος Καββαδίας παραδίδεται πλησίστιος στον εικοστό πρώτο αιώνα !  

 
       (Απ' τις τελευταίες του φωτογραφίες, με φιλική συντροφιά στο Πασαλιμάνι) 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (από τη συλλογή "Πούσι")
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό  
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.  
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια  
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό...

Κάτι ακόμα που δεν πρόλαβε, ήταν ν' ακούσει τους στίχους του μελοποιημένους, από το Γιάννη Σπανό, το Θάνο Μικρούτσικο, τη Μαρίζα Κωχ και τόσους άλλους αξιόλογους μουσικούς, διαφορετικών τάσεων και ικανοτήτων, που αργότερα καταπιάστηκαν με την ποίησή του, φέρνοντάς τη στα χείλη ανθρώπων, κυρίως νέων. Κι είναι άξιον απορίας, το ότι δεν επιχειρήθηκε κάτι τέτοιο νωρίτερα, μιας και τα ποιήματά του, διαθέτουν από φυσικού τους μια μουσικότητα αξιοθαύμαστη! Το 1977, δυο χρόνια μετά το θάνατο του Καββαδία, ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς γύρισε την κοινωνική σειρά "Πορεία 090" για λογαριασμό της τότε κρατικής τηλεόρασης. Το σενάριο, που υπογράφει ο ίδιος, είχε να κάνει με τις περιπέτειες και τις συνθήκες διαβίωσης των ναυτικών, στη διάρκεια ενός ταξιδιού του φορτηγού πλοίου «Αργώ» από την Πύλο, όπου επιβιβάζεται το καινούργιο πλήρωμα, μέχρι την Ιαπωνία, που είναι και ο τελικός προορισμός του ταξιδιού. Η μουσική επένδυση της σειράς προτάθηκε στο συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο, που εξέφρασε την επιθυμία ν' ασχοληθεί αποκλειστικά με την μελοποίηση ποιημάτων του Καββαδία. Ο ίδιος θυμάται... "Ξεκίνησα να γράφω εκείνα τα τραγούδια του Καββαδία, τα οποία βγήκαν με πολλή άνεση. Κάθε νύχτα και τραγούδι, αν θυμάμαι καλά. Έτσι, προέκυψαν στην αρχή επτά τραγούδια, τα οποία πέρασαν στο σίριαλ. Μιλάμε δηλαδή για παραγγελιά, ωστόσο συνέχισα να κάνω Καββαδία ανεξαρτήτως του σίριαλ και μετά το ΄77. Είχα μαζέψει 13 - 14 τραγούδια και σκέφτηκα να κάνω ένα δίσκο. Εδώ αρχίζουν τα καλαμπουράκια. Το πρώτο είναι ότι του Πατσιφά, του ιδιοκτήτη της LYRA -ενός ανθρώπου που πραγματικά λείπει από τη δισκογραφία - δεν του άρεσε καθόλου η ιδέα, δεν μπορούσε όμως ούτε ήθελε να μου το αρνηθεί και μου είπε μάλιστα με την χαρακτηριστική φωνή του: Στο κάνω δώρο, δεν θα πουλήσει πάνω από 2.000. Κι αυτό σε μια εποχή που ακόμα και ο δίσκος που δεν πήγαινε καλά πουλούσε 30.000 και 40.000..." Κάπως έτσι δημιουργήθηκε "Ο Σταυρός του Νότου", ένας από τους σημαντικότερους και πλέον ευπώλητους δίσκους στην ιστορία της σύγχρονης Ελληνικής μουσικής !

ΠΙΚΡΙΑ (από τη συλλογή "Τραβέρσο")
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει τη προδοσία...


Το 1987, από τις εκδόσεις Άγρα, θα εκδοθεί για πρώτη φορά το μικρό αφήγημα "ΛΙ". Φέρει ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου 1968 και διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή με μια μικρή Κινεζούλα, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ Κονγκ και περιμένανε να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουνε. Μεταφορά του διηγήματος στον κινηματογράφο αποτελεί η ταινία του Marion Hänsel "Between the Devil and the Deep Blue Sea" με πρωταγωνιστή τον Stephen Rea, που προβλήθηκε το 1995... Δεκάδες μελέτες και αλλεπάλληλες επανεκδόσεις του έργου του, αφιερώματα στα σύγχρονα μέσα ενημέρωσης, διατηρούν τη μορφή του Μαραμπού ολοζώντανη ανάμεσά μας, μέχρι και σήμερα. Ο Καββαδίας δεν είναι απλώς "ο ποιητής της θάλασσας". Αν ήταν, η αμείλικτη εποχή μας θα τον προσπερνούσε. Χρησιμοποίησε τη θάλασσα για να φτάσει στη στεριά. Με προβολές-σφήνες, ενώνει τη στιγμή που βρίσκεται στη θάλασσα με μιαν εικόνα απ' τη στεριά, κάπου αλλού, μπορεί εδώ ή πολύ μακριά, σε άλλους τόπους και χρόνους, μπορεί πολύ παλιά ή τώρα. Ήταν βέβαια, φύση παράξενη και ιδιόρρυθμη. Τον χαρακτήριζε το ονειροπόλημα του ποιητή, το ταμπεραμέντο του ναυτικού και η καλοσύνη του μικρού παιδιού, του άφθαρτου, του αλώβητου, του παιχνιδιάρικου και αυτάρεσκου. Και όλ’ αυτά μαζί, συνθέτανε την ανεπανάληπτη προσωπική γοητεία του! Πέρα από το ποιητικό έργο του, μας κληροδότησε και την ανθρωπιά του, αναπόσπαστο στοιχείο για τη συναρμογή μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας που θα μείνει στη μνήμη μας άσβεστη και πάντοτε πολύ αγαπητή !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου