Παρασκευή 27 Φεβρουαρίου 2009

Ποιός στ' αλήθεια είμ' εγώ και που πάω...



Η αυθεντική ΤΣΟΥΚΝΙΔΑ με προσκάλεσε -ως αναπληρωματική... θα το θυμάμαι αυτό- στο παιχνίδι της αβαταροπαρουσίασης. Αποδέχομαι την πρόσκληση καίτοι συνήθως νιώθω άβολα να περιαυτολογώ. Ευχαριστώ μάλιστα για την ευκαιρία, όχι τόσο να μιλήσω για την εικονιζόμενη, σχετικά άγνωστη ηθοποιό του βωβού αμερικάνικου κινηματογράφου Betty Blythe, που πέθανε την περίοδο που εγώ γεννήθηκα, ούτε να επαναλάβω τα όσα βρίσκονται ήδη στο προφίλ μου, όσον αφορά στον ιντερνετικό χαρακτήρα της "Χρονοστιβάδας", αλλά για να πω δυο πραγματάκια για τον λόγο ύπαρξης αυτού του ιστολογίου, στο οποίο παρεμπιπτόντως, είμαι απλώς ο χωριάτης που πήρε τα θάρρητα απ' το δημιουργό του, τον αξιαγάπητο Σιορ Παυσικραίπαλο κι έχει στρογγυλοκαθίσει για τα καλά στο φιλόξενο "κρεβάτι" του. Γενικώς, είμαι της άποψης ότι τίποτα δεν υπάρχει χωρίς λόγο -ακόμα κι αν εμφανίζεται ως τυχαίο- πόσο μάλλον, όταν μιλάμε για ανθρώπινες επιλογές. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, τι λόγο ύπαρξης θα είχε η δημιουργία ενός ακόμα ιστολογίου, που θα σχολίαζε τα καλώς ή κακώς κείμενα της καθημερινότητας, την επικαιρότητα, τη σύγχρονη αισθητική, τα πολιτικά γεγονότα και τον αντίκτυπό τους στην κοινωνία κλπ. Όχι πως δεν τα θεωρώ εξόχως σημαντικά όλα αυτά, όπως και τις απόψεις - τις περισσότερες, τουλάχιστον, απ' όσες προλαβαίνω να πληροφορηθώ στο διαδίκτυο- αλλά θεωρώ σημαντικότερο το σχολιασμό και τη συζήτηση μεταξύ πολλών χρηστών, που μπορεί να προκύψει για ένα θέμα, ακριβώς στον τόπο που "γεννιέται" -σαν ένα σημείο συνάντησης, δηλαδή- παρά την "αναμετάδοση" στον προσωπικό χώρο του καθενός, που σταδιακά οδηγεί στην απομόνωση της άποψης. Το δικαίωμα -τωόντι αναφαίρετο- του κάθε χρήστη να διατηρεί όσα ιστολόγια θέλει, μπορεί να εξελιχθεί στην παγίδα του να γίνεται μονόλογος για τα ίδια ζητήματα, τον οποίον όμως, κανένας δεν θα ακούει. Ο μονόλογος βέβαια, καλώς ή κακώς, ΕΙΝΑΙ το βασικό χαρακτηριστικό των ιστολογίων και η ειδοποιός διαφορά τους από τους υπόλοιπους ιστότοπους συζητήσεων. Το ενδιαφέρον, λοιπόν, αν υπάρχει και όπου υπάρχει, εστιάζεται στο διαφορετικό, είτε από πλευράς ύφους είτε από πλευράς θεματολογίας. Είναι γεγονός, ότι το μακρινό παρελθόν καταλαμβάνει μηδαμινό χώρο διαδικτυακού ενδιαφέροντος, σε σχέση με την επικαιρότητα, η οποία, αν το καλοεξετάσουμε, αύριο θα είναι κι αυτή παρελθόν, κοντινό βέβαια και πιθανώς αδιάφορο... κι όμως, η ιστορία επαναλαμβάνεται -πολύ συχνά, ως φάρσα- κι όλοι το ξέρουμε καλά. Εκτός αυτού, όταν το παρόν μας απογοητεύει, νιώθουμε πολλές φορές την ανάγκη να τρέξουμε στις αμπάριζές μας, να επιστρέψουμε στη θαλπωρή και στην ασφάλεια του χθες, για την απαραίτητη ανάσα που χρειάζεται η φόρα προς το αύριο. Κι είναι το χθες, ό,τι ο καθένας μας έχει αγαπήσει, ακόμα κι αν δεν το 'ζησε... παλιά τραγούδια, παλιές ταινίες, ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Ελπίζω με το φίλο Παυσικραίπαλο, να μείνουμε πιστοί στη θεματολογία και στο ύφος του ιστολογίου και να μη μας πάρει η μπάλα της τρέχουσας ειδησεογραφίας, ακόμα κι αν αυτό που κάνουμε ενδιαφέρει μόνο εμάς τους δυο, άντε και λιγοστούς ακόμα αναγνώστες. Δεν ξέρω αν συμφωνεί μαζί μου κι αν για τους ίδιους λόγους αποφάσισε να φτιάξει αυτό το ιστολόγιο και να του δώσει αυτό το όνομα (... απροπό, "senile decay" είναι ο αγγλικός όρος για την ασθένεια της γεροντικής άνοιας) γι αυτό και είναι ο πρώτος, που με τη σειρά μου, προσκαλώ να συνεχίσει το παιχνίδι. Για να μη γίνει πινγκ-πονγκ όμως, η ομάδα που παραλαμβάνει τη σκυτάλη, περιλαμβάνει:
Την Πεντανόστιμη
Τον PRESUNTOS
Το Σοφάκι
Τον Θερμεσίλαο και φυσικά
Τον Δάσκαλο

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

It's a bird... it's a helicopter ... NO! IT'S A FLYING CIRCUS...

* Συνέχεια εκ του προηγουμένου



Άδικα τον κατηγορούν, δεν φταίει ο Βασιλάκης
μόν' φταίει κείνος ο showman, ο αοιδός, ο Σάκης.
Και εξηγώ από αρχής τι έχω στο τσερβέλο
'τι οι λίγοι αναγνώστες μας να μπερδευτούν δε θέλω.

Είπαν, που λέτε, οι έγκλειστοι το "brake" να δουν το "prison"
μα οι άνωθεν, ανένδοτοι, τους βάλαν "Γιουροβίζον"
"Καλά δε θα 'στε" είπανε "να βλέπετε αποδράσεις,
ιδέες να σας μπαίνουνε κι άντε να τις αλλάξεις".

Τι πιο ανώδυνο, λοιπόν και πιο εθνικοπρέπον
του Σάκη την προσπάθειαν να στέρξουν κόντρα-τέμπον,
δια μίαν θέσιν υψηλήν στας τέχνας της Ευρώπης
(μια και στο εσωτερικό γίνεται πια "της Πόπης").

Έτσι ήταν πάντα στο Ελλάς
"θεάματα και άρτον"
κι ας λείπει, φευ, η μαρμελάς
εκ του πρωινού το πιάτον...

Μπορεί όμως να 'ναι νηστικόν,
ο Έλλην, ως αρκούδι
μα είν΄ και λάτρης κοιλιακών
και λέει κι ένα τραγούδι !

"This is our night" ούρλιαζαν ως κι οι φυλακισμένοι
που να 'ξεραν κι οι φύλακες το τι τους περιμένει !
"This is our night" χόρευαν και fly εις τους αιθέρας
κι έγινε μέγα σύνθημα το άσμα της ημέρας !

Και κινητά τους μοίρασαν, τις ψήφους τους να πάρουν
μόνο που ξέχασαν μετά να τους τα ξαναπάρουν
Έτσι συνεννοήθηκαν μετά του έξω κόσμου
οι δυο φίλοι, άδοντες "Σάκη είσ' ο άνθρωπός μου !"

Πήραν φωτιά τα κινητά fly και ξαναfly
δεν ειν' κλουβί ο Κορυδαλός, πουλάκι είν' και πετάει.
Να ορισθεί η αποφράς μον' έμενεν ακόμα,
έτσι "their night" ορίστηκε της Κυριακής το γιώμα.

Και το ελικόπτερο, μαθές, ιδέα ήταν του Μπίλη
για ν' αντιγράψει ο Φωκάς και στη Ρωσία να στείλει
το εύρημα το σκηνικόν που έλειπε απ' το πλάνο,
αφού στο stage δε γίνεται ν' ανέβει αεροπλάνο

Τρίτη 24 Φεβρουαρίου 2009

It's a bird... it's a fly... NO! IT'S A HELICOPTER!!!


Βασίλης άρχων ζήλωσε να γίνει των αιθέρων
σ' ανυπαρξία εικάζομεν καιρών χαλεποτέρων...
Και μόδα την κατέστησε των φιλοδοξοτέρων
τις αποδράσεις, μάτια μου, μέσω ελικοπτέρων.

Και όλοι αναρωτιόμαστε τώρα εκ των υστέρων,
δεν είναι άραγες αυτός εκ των επικρατεστέρων
στου Σκάι τη λίστα φαβορί των 100 Μεγαλυτέρων;

Κι αντίς γιά μούσκαρο, χοντρό Καραμανλή τον Κώστα
νά 'χαμε, λέει, πρωθυπουργό Βασίλη Παλαιοκώστα...
Που έστω ένα ελικόπτερο ξέρει να κουμαντάρει.
Κι ας πάει ο Μπούλης σπίτι του, κάλτσες γιά να μαντάρει...

Αλλά η Ελλαδίτσα μας προώρισται να ζήσει.
Έστω γιά το ξεκάρδισμα σε Ανατολή και Δύση...
Μα θά 'ναι αριστούργημα ψυχή μου στην Ελλάδα!
Δεν φείδεται του γέλωτος τρανή Ολυμπιάδα!

Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2009

Κάμετε εν σιγαρέττον...


Την 1 Ιουλίου 2009 η χώρα μας θα μπει ανάμεσα σε εκείνες που το κάπνισμα σε όλους τους δημόσιους χώρους θα απαγορευθεί ολοκληρωτικά! Πραγματικά φιλόδοξο εγχείρημα, που θα έχει ενδιαφέρον να δούμε κατά πόσο θα εφαρμοστεί, δεδομένου του ότι η χώρα μας είναι η πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τους περισσότερους θεριακλήδες.

Αυτό το μέτρο συμπίπτει με την σχεδόν ανεξήγητη τάση των δυτικών χωρών τα τελευταία είκοσι χρόνια να εξαλείψουν τον αριθμό των καπνιστών παγκοσμίως, φτάνοντας σε ακραίες απαγορεύσεις, με προεξάρχουσα την Αμερική. Μερικοί το εξηγούν ως αντίδραση των κυβερνήσεων στα εκατομμύρια χρήματα που χρειάζεται να δίνουν για την περίθαλψη των καρκινοπαθών. Και ότι αν οι καπνιστές μειωθούν, θα μειωθούν ως εκ τούτου και οι καρκινοπαθείς οπότε θα μειωθεί και το κόστος θεραπείας τους. Το ερώτημα είναι: οι κραταιές καπνοβιομηχανίες παγκοσμίως πως αντιδρούν; Και περαιτέρω: ποια είναι άραγε η συμφωνία που έκαναν με τις κυβερνήσεις για να μην αντιδρούν; Γιατί φυσικά δεν μπορεί να πιστέψει κανείς ότι αυτό έγινε με τις αγνότερες των προθέσεων ένθεν κακείθεν.

Κι όμως, μερικές δεκαετίες πιο πριν, η σχέση μεταξύ καπνίσματος και καρκίνου (κυρίως των πνευμόνων) δεν ήταν καθόλου αυτονόητη… Ντοκουμέντο αποτελεί το παρακάτω άρθρο των «Εικόνων» του 1958 που επιχειρεί παράλληλα να απαντήσει και στο ερώτημα: "Γιατί καπνίζουν οι άνθρωποι", με πολύ ενδιαφέροντα πορίσματα...

Εἶναι τώρα δυόμιση χρόνια ποὺ δημοσιεύθηκαν οἱ ἰατρικὲς ἐκθέσεις ποὺ διαπίστωσαν μία σχέση ἀνάμεσα στὸν καρκίνο τῶν πνευμόνων καὶ τὸν καπνό. Κι ὅμως, τὸ πλῆγμα αὐτὸ δὲν ἦταν θανάσιμο γιὰ τὴν παγκόσμια πώληση σιγαρέττων. Φαίνεται ὅτι τὸ πρόβλημα «πὼς κόβεται τὸ κάπνισμα» δὲν βρῆκε ἀκόμα τὴν ἀπάντησή του. Ἡ «λοβελίνη» τοῦ δρὸς Ντόρσεϋ, ἂν καὶ φέρνει ἀηδία πρὸς τὸν καπνό, προκαλεῖ, ὅμως, καὶ μακροχρόνιες ναυτίες. Κάτι ἄλλες πάλι ἀμερικανικὲς παστίλλιες ποὺ ἔχουν μέσα ζαχαρίνη, ἄνηθο, γαρύφαλλο καὶ ἄλλα μπαχαρικά, ἔχουν τόση ἐνέργεια στὴ γλώσσα καὶ στὸν οὐρανίσκο, ὥστε ὄχι μόνο ὁ καπνὸς δὲν ἔχει γεύση, ἀλλὰ κ’ ἐξαφανίζεται ἡ ὄρεξη. Οἱ «ψυχολογικές» θεραπεῖες ποὺ βρίσκει κανεὶς σὲ διάφορα περιζήτητα ἐγχειρίδια, συναντοῦν στὸν καπνιστὴ καταπληκτικὲς ἀντιδράσεις…

Ἄλλωστε ὁ κόσμος διαβάζει ἀντιφατικὲς εἰδήσεις γιὰ τὴν ἐπίδραση τοῦ καπνοῦ στὴν ὑγεία. Πολλοὶ γιατροὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ μόλυνση τοῦ ἀέρα στὶς μεγαλουπόλεις καὶ στὰ ἐργοστάσια, οἱ ἐξατμίσεις τῶν αὐτοκινήτων, οἱ χημικὲς οὐσίες ποὺ περιέχονται στὰ βιομηχανικὰ προϊόντα, εἶναι ἐξίσου ὑπεύθυνες γιὰ τὸν καρκίνο ὅσο κ’ ἡ πίπα ἢ τὰ τσιγάρα. Ἕνας Ἀμερικανὸς καρκινολόγος, ὁ δρ Ρινχοφ, ἀποκάλυψε ὅτι τὸ ποσοστὸ τῶν καρκίνων τοῦ πνεύμονος εἶναι μεγαλύτερο στὶς μοναχές, ποὺ συνήθως δὲν καπνίζουν. Τέλος, μία ἀμερικανικὴ καπνοβιομηχανία δημοσίευσε μία ἀνακοίνωση ποὺ ἔλεγε πὼς ὁ μόνος θάνατος ποὺ προκάλεσε ὁ καπνὸς ἦταν ἑνὸς γέρου, ποὺ ἡ πίπα τοῦ μετέδωσε φωτιὰ στὰ γένια του. Κάπνιζε ἐπί… 91 χρόνια καὶ ἦταν 109 ἐτῶν!

Οἱ ἱστορικοὶ βεβαιοῦν ἐπίσης ὅτι ὁ καπνὸς ἔχει ὑποστὴ στὸ παρελθὸν ἀκόμα πιὸ ζωηρὲς ἐπιθέσεις: Τὸν εἶχαν ἀπαγορεύσει διαδοχικὰ ὡς ὑπεύθυνο γιὰ τὴν ἐπιληψία, τὴν ἀνικανότητα, τὴ σύφιλη, τὴ φυματίωση, τὴν ἀϋπνία, τὴν δυσκοιλιότητα, τὴν τρέλλα, τὴν τύφλωση καὶ τὶς καρδιακὲς παθήσεις. Ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν σταμάτησαν τὸ τσιγάρο…

ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΜΕΝΟΜΕ ΝΑ ΚΑΠΝΙΖΩΜΕ; Αὐτὴ ἡ ἐρώτηση ἀπασχολεῖ ἀπὸ καιρὸ τοὺς ψυχιάτρους καὶ τοὺς κοινωνιολόγους. Τὰ συμπεράσματά τους εναι πὼς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἐξακολουθήση νὰ καπνίζει ἐπὶ πολλὰ ἀκόμη χρόνια.

Ὅταν ἕνα παιδὶ ἔρχεται στὸν κόσμο, οἱ πρῶτες του εὐχαριστήσεις συγκεντρώνονται γύρω ἀπὸ τὸ στόμα. Οἱ ἱστοὶ τῶν χειλέων καὶ τῶν οὔλων εἶναι εὐαίσθητοι, λεπτοί, κι ὁ θηλασμός, ποὺ ἀντικαθίσταται ἀργότερα ἀπὸ τὸ βύζαγμα τοῦ δακτύλου, ἀποτελεῖ γιὰ τὸ βρέφος μία ἡδονή, ποὺ ὁ Φρόϋντ χαρακτήρισε ὡς σεξουαλική. Αὐτὴ ἡ ἡδονὴ προκαλεῖται ἀργότερα ἀπὸ ὑποκατάστατα ὅπως ἡ τσίκλα, οἱ καραμέλλες, τὰ ὡραία φαγητά, ἀκόμη κ’ ἡ ἀγάπη τῆς ὁμιλίας. Ἀλλὰ ἡ ἡδονὴ τοῦ καπνοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπ’ ὅλες. Στὶς στιγμὲς τῆς ἀμηχανίας, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀναζητάει ὑποσυνείδητα τὴ μητρικὴ παρουσία, βγάζει ἕνα τσιγάρο καὶ ξαναβρίσκει τὴν ἠρεμία του στὴν ἀπασχόληση τῶν χειλέων, ποὺ ἡ ἀνάγκη τῆς προέρχεται ἀπὸ τόσο μακρυά. Οἱ καπνισταὶ ποὺ μασοῦν τὴν πίπα τους ἢ τὸ ποῦρο τοὺς χωρὶς νὰ καπνίζουν, δὲν διαφέρουν καθόλου ἀπὸ τὰ παιδιὰ ποὺ τρῶνε τὰ νύχια τους. Εἶναι ἄλλωστε χαρακτηριστικό, ὅτι ὅλοι ὅσοι κόβουν τὸ τσιγάρο βλέπουν μὲ ἔκπληξη τὸν ἑαυτό τους νὰ παχαίνη, γιατί τρῶνε δυὸ φορὲς περισσότερο, ὑποκαθιστώντας τὴ μία τους ἀπασχόληση μὲ διπλασιασμὸ τῆς ἄλλης.

Ἀπὸ παιδὶ ἐπίσης ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη μίας ἀνταμοιβῆς: Ἔχομε τὸ αἴσθημα, πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, πὼς δικαιούμεθα ἕνα τσιγάρο, ἔπειτα ἀπὸ μία μεγάλη πνευματικὴ προσπάθεια, μία σωματικὴ κούραση ἢ μία μακρὰ ἀναμονή. Αὐτὴν τὴν ἀνταμοιβή, ποὺ δὲν μᾶς τὴν προσφέρει κανείς, τὴ δίνομε οἱ ἴδιοι στὸν ἑαυτό μας, γιὰ νὰ τὸν προετοιμάσωμε γιὰ τὶς προσεχεῖς προσπάθειες.

Ἔπειτα, τὸ κάπνισμα εἶναι μία ἀπόδειξη ἀνδρισμοῦ, ἐνεργητικότητος, δυνάμεως. Γιὰ τὸ παιδί, τὸ τσιγάρο ἀντιπροσωπεύει τὴν σπουδαιότητα τῆς ἐνηλικιώσεως. Ἀποκρυσταλλώνει γύρω ἀπὸ αὐτὸ τὸ σύμβολο τὰ σεξουαλικὰ τοῦ πλέγματα. Τὸ ποῦρο, ἰδίως, εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτον τοῦ ἀνδρισμοῦ, γιατί συνδέεται η σκέψη, μὲ τοὺς γκάνγκστερς ἢ τοὺς πλούσιους βιομηχάνους. Ὅταν ἕνας ἄνδρας γίνεται πατέρας προσφέρει ποῦρα στοὺς φίλους του γιὰ νὰ ἐπιδείξη τὴ δύναμή του.

Ἡ βασίλισσα Βικτωρία μισοῦσε τὸ ποῦρο καὶ τὸ ἐξωστράκισε κυριολεκτικά.

«Οἱ γυναῖκες ζηλεύουν τὸ ποῦρο σὰν νὰ εἶναι μία ἀντίζηλη», ἔγραφε ὁ Θάκερανς. Οἱ γυναῖκες ἐκείνης τῆς ἐποχῆς δὲν ἐπέτρεπαν στοὺς ἄνδρες τους νὰ καπνίζουν ποῦρο πάρα σ’ ἕνα κλειστὸ κι ἀπομονωμένο δωμάτιο, ντυμένοι μὲ μία εἰδικὴ ρόμπα καὶ σκούφια, ποὺ ἔπρεπε ἔπειτα νὰ τὰ βγάζουν. Ἀργότερα, οἱ ἄνδρες μποροῦσαν νὰ καπνίζουν μετὰ τὸ φαγητό, ἄλλα οἱ γυναῖκες ἀποσύρονταν στὸ σαλόνι. Ὅταν πέθανε ἡ Βικτωρία, ὁ Ἐδουάρδος Ζ’ ὠργάνωσε ἕνα συμπόσιο καί, βγάζοντας τὸ ποῦρο του, ξεστόμισε τὴν ἐπαναστατικὴ φράση: «Κύριοι, μπορεῖτε νὰ καπνίσετε!».

Τὸ τσιγάρο χρησίμεψε σὰν ὅπλο γιὰ τὴ γυναικεία χειραφέτηση. Τὸ ποῦρο τῆς Γεωργίας Σάνδη ἦταν ὁ πρόδρομος αὐτῆς τῆς κινήσεως, ποὺ προμηνοῦσε ἐλευθερία κι ἀξιοπρέπεια γιὰ τὸ ὡραῖο φύλο. Στὴν ἀρχή, ὅσες γυναῖκες κάπνιζαν ἐθεωροῦντο ἀνήθικες καὶ διεφθαρμένες, κι ἀκόμη καὶ σήμερα σὲ πολλὲς χῶρες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ἡ Ἑλλάς, οἱ γυναῖκες δὲν καπνίζουν στὸ δρόμο.

Τὸ κάπνισμα ἀποτελεῖ πρόσχημα καὶ γιὰ πολλὰ ἄλλα πράγματα. Εἶναι, λ.χ., ἕνας τρόπος ἐκφράσεως: Κάθε καπνιστῆς ἔχει τὸν τρόπο τοῦ ν’ ἀνάβη καὶ νὰ κρατάη τὸ τσιγάρο, νὰ βγάζη τὸν καπνό. Ἡ ἐκλογὴ τῆς μάρκας ὑπογραμμίζει αὐτὴν τὴν ἀνάγκη ἐξατομικεύσεως, προβολῆς ἢς προσωπικότητος τοῦ καθενός.

Ἔπειτα, τὸ κάπνισμα διευκολύνει τὴν συμπεριφορά: Ὁ καπνιστῆς ἀπασχολεῖ τὰ χέρια του, κρύβει τὴ συγκίνησή του, τὴν ἀδεξιότητά του, κρατάει μία ἐπίφαση αὐτοκυριαρχίας, ψυχραιμίας, ἑτοιμότητος.

Σοβαρὸ ρόλο παίζει καὶ τὸ αἴσθημα κατοχῆς, ἰδιοκτησίας, ποὺ ἔχουν ἔντονα ὅσοι καπνίζουν. Ὑπάρχει μεγάλη οἰκειότης ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἄνθρωπο καὶ τὴ μάρκα τῶν τσιγάρων του, τὴν πίπα του, τὴν καπνοσακούλα του, τὸν ἀναπτήρα καὶ τὰ σπίρτα του, ποὺ ἀποτελοῦν ἕνα μέρος τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ τὰ βάζει μπροστά του, νὰ τὰ πασπατεύη, νὰ τὰ χειρίζεται διαρκῶς. Ὁ ἀπίστευτος ἀριθμὸς μικροκινήσεων καὶ μικροαπασχολήσεων ποὺ συνεπάγεται μία πίπα –καθάρισμα, συντήρηση, γέμισμα κλπ.- ἀποτελεῖ μεγάλη αὐτοϊκανοποίηση τοῦ καπνιστοῦ.

Οἱ ψυχολόγοι τονίζουν ὅτι τὸ κάπνισμα συνεπάγεται καὶ μία δόση μαζοχισμοῦ: Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν κατανίκηση τῆς ναυτίας, ποὺ αἰσθάνεται ὁ μαθητευόμενος καπνιστὴς καὶ ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἕναν θρίαμβο τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸν ἑαυτό του, ὁ καπνιστῆς ἔχει πάντα τὴ θέληση νὰ προξενήσει κακὸ στὸν ἑαυτό του. Ἡ τελευταία ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ καπνοῦ, ἐξ ἀφορμῆς τοῦ καρκίνου, γοήτευσε κυριολεκτικὰ τοὺς καπνιστᾶς, γιατί ὁ κίνδυνος ποὺ πιστεύουν ὅτι διατρέχουν τοὺς ἔπεισε γιὰ τὸ θάρρος τους. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅσο περισσότερη νικοτίνη περιέχει μία μάρκα τσιγάρων, τόσο πιὸ «ἀρρενωπή» θεωρεῖται.

Σημασία ἔχει κι ὁ κοινωνικὸς ρόλος τοῦ καπνοῦ. Ἡ προσφορὰ ἑνὸς τσιγάρου εἶναι ὑπόθεσις εὐγενείας, καὶ συχνὰ ἡ ἄρνηση ἰσοδυναμεῖ μὲ μία μικρὴ προσβολή. Ἀπέναντι στὸν ἐντελῶς ξένο, ἡ προσφορὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ αὐτοσύσταση, μὲ αὐτοπαρουσίαση.

Κάποιο ρόλο παίζει καὶ τὸ τσιγάρο σὰν ἀνάπαυλα. Τὸ γεγονὸς ὅτι καπνίζει κανεὶς συνήθως στὸ διάλειμμα μίας προσπάθειας, μιᾶς συνεδριάσεως, μιᾶς συσκέψεως, στὸ τέλος ἑνὸς γεύματος, κάνει τὸ τσιγάρο σύμβολο τῆς ξεκούρασης, τῆς διασκέδασης ποὺ πολλὲς φορὲς εἶναι ἀδύνατη.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ φιλολογία καὶ ὁ κινηματογράφος ἔδωσαν στὸ τσιγάρο, στὴν πίπα, ἕνα φωτοστέφανο ἐκζητήσεως, «ἐμπειρίας», ποὺ ἐπιτρέπει σ’ ὅλους νὰ αἰσθάνωνται πιὸ κοσμοπολίτες, πιὸ κοσμικοί, πιὸ ἀκατανίκητοι, ἀνάλογα μὲ τὴ μάρκα τῶν τσιγάρων ποὺ καπνίζουν.

Οἱ ψυχολόγοι διαπίστωσαν ὅτι ἡ γεύση τοῦ καπνοῦ παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Σὲ μερικὰ «τέστ», ποὺ ὠργανώθηκαν ἐπίτηδες, τὰ πρόσωπα τῶν ὁποίων εἶχαν δεθῆ τὰ μάτια ἦταν γενικὰ ἀνίκανα νὰ διακρίνουν ἀνάμεσα σὲ δυὸ μάρκες τσιγάρων. Κι ὅμως, καθένας ἐπιμένει στὴν προσωπική του μάρκα, τὴ θεωρεῖ καλύτερη καὶ τῆς μένει πιστός. Ἡ ὅραση παίζει, λοιπόν, σημαντικὸ ρόλο στὴν ἐκτίμηση τοῦ καπνοῦ. Ἡ θέα τῆς τολύπης τοῦ καπνοῦ εἶναι βασικὸ στοιχεῖο – τόσο ὥστε σπανίως θὰ δὴ κανεὶς τυφλὸ νὰ καπνίζη. Ἡ ὑποβολὴ παίζει μεγάλο ρόλο, καὶ καθένας ἐκτιμᾶ, στὸ τσιγάρο, τὴν προβολὴ τοῦ ἑαυτοῦ του, ἢ ἐκείνου ποὺ ἡ διαφήμιση τοῦ ἐμφανίζει ὡς ἑαυτό του… Τὸ ὄνομα μίας μάρκας, ὁ ἐξωτισμός της, ἡ τιμή της, ὁ πλοῦτος, ἢ ἡ κομψότης ποὺ συνδέονται μ’ αὐτήν, ἡ «βασιλικότης» ἢ καὶ ἡ δημοκρατικότης τῆς ἀκόμη (τὸ «λαϊκό» τσιγάρο), ἔχουν μεγάλη σημασία γιὰ τὸν ἀγοραστή.

Σ υ μ π έ ρ α σ μ α: Ὅλα αὐτὰ τὰ κίνητρα, φανερὰ ἢ μυστικά, ἀνομολόγητα, κάνουν τὸν καπνὸ πρωταρχικὴ ἀνάγκη γιὰ τὸν ἄνθρωπο – ὄχι τόσο ἀνάγκη σωματική, χημική, ἄλλα ψυχικὴ καὶ διανοητική. Ὅσοι δὲν καπνίζουν ἔχουν ὅλοι τὸ ὑποκατάστατό τους, ποὺ τοὺς ἱκανοποιεῖ ψυχολογικά. Ἀλλὰ γιὰ ὅσους στηρίζονται στὸ τσιγάρο, γιὰ νὰ ἐκφράζουν τὸ κρυμμένο ἐγώ τους, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀντικαταστήση. Θάπρεπε νὰ βρέθη κάποια ἄλλη ἰσάξια εὐχαρίστηση στὴ θέση τοῦ τσιγάρου – πράγμα ποὺ ἡ ἐπιστήμη δὲν ἔχει ἀκόμη κατορθώσει, οὔτε κὰν πλησιάζει νὰ τὸ κατορθώσει!

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Σιγά τα Ο.Α.

... και τον πολυέλαιό τους ! Ναι, ναι ... ακόμα και τέτοιον είχε, σου λέει, κρεμάσει ο Ωνάσης στην πρώτη θέση των νεοαποκτηθέντων αεροσκαφών του, για να νιώθουν σαν στο penthouse τους, οι διάσημοι προσκεκλημένοι του...
- Τι λες βρε γιαγιά, αλήθεια ?
- Στο σταυρό που σου κάνω ! Και να 'ταν μόνο ο πολυέλαιος... χρυσά μαχαιροπήρουνα, κρυστάλλινα ποτήρια, ασημένια κηροπήγια, μεταξωτά τραπεζομάντιλα !
- Τα ΄δες εσύ όλα αυτά, καλέ γιαγιά ?
- Από μακριά, παιδί μου... εμείς της δεύτερης και καταϊδρωμένης - στην κυριολεξία, γιατί μπορεί να πετούσαμε στον αέρα, αέρα όμως δεν παίρναμε από πουθενά - βλέπαμε μόνο τις αεροσυνοδούς να πηγαινοέρχονται με τους ασημένιους δίσκους... και να οι σαμπάνιες και να τα στρείδια και τα χαβιάρια !!!
- Πασαρέλα κανονική !
- Κανονικότατη ! Πως είναι τώρα, που όλα τα κοριτσάκια ονειρεύονται να γίνουν μοντέλα και τραγουδίστρες... ε, τότε όλες θέλανε να γίνουν αεροσυνοδοί ...
- Hostess...
- Όχι όμως όπου να 'ναι... μόνο στου Ωνάση το στόλο.
- E, δεν είχαμε κι άλλονε...
- Κι όλες περιποιημένες από κορυφής μέχρις ονύχων... με τα καπελάκια τους, με τα ταγιεράκια τους... Κι όχι από καμιά βιοτεχνία στα Σούρμενα... Coco Chanele, περικαλώ !
- Σαν defile του Lagerfeld, ένα πράμα, οι πτήσεις... τι διάολο, από τα καλλιστεία τις μάζευε ο μακαρίτης ?
- Kι όλες καλοσυνάτες, χαμογελαστές... Α, όλα κι όλα, ευγενέστατες προς όλους τους επιβάτας. Ευγένεια και πειθαρχία...
- Τάξις και ηθική !
- Ο κόσμος είχε να το λέει... Γι αυτό και όλες καλοπαντρευτήκανε. Έτσι δε γνώρισε κι η ανιψιά της κυρά Μαρίκας εκείνον τον τραπεζίτη ?
- Κι η Δημητρούλα τον Αντρέα...
- Α 'γειά σου !
- Και τ' αεροπλάνα όμως !!! Πάνε οι προπολεμικές Ντακότες... Ο Ωνάσης έφερε Τζετ και Μπόινγκ, που οι Σεΐχηδες των Αραβικών Εμιράτων ούτε στον ύπνο τους δεν είχαν δει.
- Μη μου πεις ότι έχεις ταξιδέψει και με Ντακότα, γιαγιά... εσύ που δε μπαίνεις ούτε σε τρόλεϊ !!!
- Τον πρώτο καιρό... ε, τι να γίνει, ανάγκα και οι Θεοί πείθονται. Εκεί να δεις στριμωξίδι... άσε από αναταράξεις... Ούτε στο Κάβο Ντ' Όρο με οκτώ μποφόρ !!! Τα καινούρια όμως, άλλο πράγμα !!! Και τι κόσμος !!! Να βλέπεις τη Μαρία Κάλλας να κατεβαίνει τας σκάλας και ν' αστράφτουν τα φλας...
- Απ' τη Σκάλα του Μιλάνου στη σκάλα του Μπόινγκ, δηλαδή...
- Και να την άλλη μέρα οι φωτογραφίες στις εφημερίδες... και να την επομένη ο Μητροπολίτης και τη μεθεπομένη ο Πρωθυπουργός, η Λιζ Τέυλορ, η θεία απ' το Σικάγο... που τα ξέραμ' εμείς αυτά ?
- Χλιδή η Ελλαδίτσα ε?
- Κάτι παραπάνω... ασφάλεια... εμπιστοσύνη...
- Και τζάμπα διαφήμιση...
- Ε, όχι και τόσο τζάμπα... Αλλά ξύπνιος ο Ωνάσης, σου λέει, αντί να πληρώνω για ζωγραφιστές αφίσες, πληρώνω τα ναύλα του ζωντανού μοντέλου.
- Είχε όμως και διαφημιστικές καταχωρίσεις στις εφημερίδες και στα περιοδικά... μέχρι και δωρεάν βόλτες, για ν' αποβάλλει ο κόσμος τη φοβία του για τ' αεροπλάνα...
- Μπα, η καλύτερη διαφήμιση ήταν η Τζάκυ... από μεγάλο τζάκι, βλέπεις... η πρώτη κυρία της Αμερικής και να ταξιδεύει με την Ολυμπιακή, σπουδαίο κατόρθωμα !!
- Τζάμπα ήρθε κι αυτή ?
- Εσύ τι λες ? Άκου κάτι και να το θυμάσαι... οι πιο λιγούρηδες είναι αυτοί που τα 'χουνε... Ο Ωνάσης τα σκόρπαγε, δε λέω...
- Αλλά, άλλοι τα πληρώσανε τα σπασμένα...
- Εμ, Ο.Α. είν' αυτή... χωρίς να τη σπάσεις δεν κάνεις ομελέτα !

- Έτυχε να ταξιδέψεις ποτέ πλάι σε κανέναν διάσημο ?
- Έτσι κι έτσι... με τον Άλκη Στέα ήρθαμε μούρη με μούρη προχθές, πιάνεται ?
- Ξώφαλτσα...
- Και μ' έναν μεγαλοτυρέμπορα... πρόσεξε, μ-ε-γ-α-λ-ο-τυρέμπορα, όχι αστεία... αλλά κωλύομαι ν' αποκαλύψω τ' όνομά του...
- Γιατί βρε γιαγιά, τι σου 'κανε, κόρτε ?
- Αυτό μας έλειπε !!! Να, πως να στο πω... ποιός ξέρει τι είχε φάει ο χριστιανός και...
- Αεριζόταν ?
- Καλέ τι αεριζόταν ? Επέρδετο δόξη και τιμή... με τυμπανοκρουσίες και αγήματα !!!
- "Κονσέρτο για πολυβόλα", που θα 'λεγε κι ο Φώσκολος...
- Και βάααλε... διεθνής παραγωγή ! Στην πρώτη θέση ο Gregory Peck κι ο Anthony Quinn και στη δεύτερη "Τα κανόνια του Ναβαρόνε" ναυτοπροσκόπως !!!
- Αυτοπροσώπως...
- Αυτό ...Αμ, κάνε κάτι και γι αυτό κυρ Ωνάση μου... διότι το αεροπλάνο δεν είναι λεωφορείο, να πεις στον εισπράκτορα "Σταματήστε να κατέβω", ούτε καράβι, άντε βγήκα στο κατάστρωμα να πάρω αέρα. Χάθηκε 'κει χάμω ένας ιονιστής αέρος ? Η Ελπινίκη, που είχε το ίδιο πρόβλημα με τον επίτροπο, έβαλε σου λέει, έναν τέτοιο στην κρεβατοκάμαρα και ησύχασε...

Κάπου εδώ, η γιαγιά αρχίζει να μπερδεύει το παρελθόν με το παρόν (... προφανώς, λόγω της στενής σχέσης που έχει συνάψει προσφάτως με έναν αξιοπρεπέστατο κύριο, ονόματι Alzheimer) και θ' αναγκαστώ να καταφύγω στη μαρτυρία του κυβερνήτη, κύριου Παύλου Ιωαννίδη, που πραγματοποίησε την πρώτη πτήση μετά την υπογραφή της σύμβασης μεταξύ του ελληνικού κράτους και του Αριστοτέλη Ωνάση για τη δημιουργία της Ο.Α.
«Στις 6 Απριλίου 1957 κατέβηκα στο αεροδρόμιο για το προγραμματισμένο δρομολόγιό μου, την πρωινή πτήση Αθήνα - Θεσσαλονίκη. Τα χρώματα του αεροσκάφους τύπου Ντακότα, είχαν αλλάξει. Το ίδιο και η ονομασία και το σήμα. Η Ολυμπιακή Αεροπορία είχε γεννηθεί. Μέχρι την ιστορική εκείνη μέρα, η Τ.Α.Ε. είχε προσωπικό 865 ατόμων και διέθετε 15 ελικοφόρα αεροσκάφη (14 DC3 και 1 DC4)».

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ:
1931: Ιδρύεται η Ελληνική Εταιρεία Εναέριων Συγκοινωνιών (ΕΕΕΣ), η πρώτη εταιρία αερομεταφορών στην Ελλάδα.
1935: Ιδρύεται η εταιρεία Τεχνικαί Αεροπορικαί Εκμεταλλεύσεις, με κύριο αντικείμενο τις εκπαιδεύσεις χειριστών και την εκτέλεση ναυλωμένων πτήσεων.
1939 - 1945: Ο Β’ παγκόσμιος πόλεμος θα παγώσει τις αερομεταφορές σε όλη την Ευρώπη. Η ΕΕΕΣ και η ΤΑΕ τίθενται υπό τις διαταγές του ανώτερου διοικητού Αεροπορίας και συμμετέχουν στην εθνική αντίσταση.
1946: Η επαναλειτουργία της ΕΕΣ δεν εγκρίνεται από τους αρμόδιους Ευρωπαϊκούς φορείς και η ΤΑΕ μόνη, θα ξεκινήσει τις πρώτες εμπορικές της πτήσεις.
1947: Η απόφαση της ελληνικής Κυβέρνησης να αδειοδοτήσει τρεις ακόμα εταιρείες θα αποβεί μοιραία, αφού καμία από τις τέσσερις –πλέον- εταιρείες, δε θα μπορέσει να παρουσιάσει θετικούς ισολογισμούς.
1949: Δυο αεροπορικά δυστυχήματα κλονίζουν την εμπιστοσύνη των επιβατών στην ΤΑΕ. Τα χρέη της εταιρίας είναι τεράστια.
1956: Το Δ.Σ της ΤΑΕ παραιτείται μετά την απόφαση της Κυβέρνησης να διακόψει τις κρατικές επιχορηγήσεις. Αμέσως μετά, η εταιρία περιέρχεται στο Ελληνικό δημόσιο.
1957: Το κράτος, έναντι 2 εκ. δολαρίων, παραχωρεί την ΤΑΕ στον Αριστοτέλη Ωνάση, ο οποίος τη μετονομάζει σε Ολυμπιακή Αεροπορία.
1960: Η Ολυμπιακή σπάει το ρεκόρ του χρόνου στο δρομολόγιο Λονδίνο-Αθήνα, μέσα σε 2 ώρες και 51 λεπτά.
1963: Δρομολογούνται τα πρώτα Μπόϊνγκ, σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέα εποχής. Η Ολυμπιακή αυτήν την περίοδο διαθέτει τον μικρότερο, σε ηλικία, στόλο του κόσμου, μόνο που κανένα αεροσκάφος δεν της ανήκει αφού τα περισσότερα είναι νοικιασμένα από εταιρείες offshore του Ωνάση.
1964: Η Ολυμπιακή απολαμβάνει πλήθος φοροαπαλλαγών και προνομίων με την ανοχή του ελληνικού κράτους, πράγμα που την καθιστά κερδοφόρα.
1966: Με ένα Boeing Β-707, που απογειώνεται από το Ελληνικό με 143 επιβάτες, εγκαινιάζεται το δρομολόγιο Αθήνα – Νέα Υόρκη.
1968: Εγκαινιάζονται οι πτήσεις προς Αφρική (Ναϊρόμπι και Γιοχάνεσμπουργκ).
1972: Με την πτήση Αθήνα - Σύδνεϋ, η Ολυμπιακή γίνεται η εταιρεία των πέντε ηπείρων.
1975: Περιέρχονται στο ελληνικό κράτος όλες οι μετοχές της Ο.Α. και αρχίζει η καταγραφή Από τον επόμενο χρόνο και επί 30 συναπτά έτη, η Ολυμπιακή παρουσιάζει ζημιές.

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2009

Προσοχή στο δακτυλάκι!

Ἡ Ἔλσα Μάξγουέλ σας δίνει τὴ συμβουλὴ νὰ ἀγνοήσετε τούτη τὴ φωτογραφία της καὶ νὰ μὴν κρατᾶτε ποτὲ τὰ βουτήματα μὲ τεντωμένο τὸ μικρό σας δάκτυλο…!



Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Ραδιορομάντσα και ραδιο-πάθεια...

Η αφορμή για το παρόν ποστ, είναι το αφιέρωμα του συμμπλόγγερ renafan (το οποίο παρακολουθούμε fanατικά), στο αφιέρωμα για τα 70 χρόνια της Ελληνικής Ραδιοφωνίας που διοργανώνει η ΕΡΤ στο Ζάππειον Μέγαρο.

Είναι αλήθεια πως υπήρξε μια εποχή, όπου το ραδιόφωνο βρισκόταν πολύ περισσότερο στη ζωή μας απ’ ότι σήμερα. Και ως γνωστόν επείχε της θέσεως που αργότερα επέπρωτο να καταλάβει η πολυαγαπημένη μας τηλεόραση…

Το παρακάτω χρονογράφημα του Φρέντυ Γερμανού, από το περιοδικό «Συλλογή», μας μεταφέρει νοερά στα ήθη άλλα και τα έργα και τις ημέρες εκείνης της εποχής, που ενίοτε μπορούσαν να κλειστούν και σε ένα τρανζιστοράκι…



Πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ διάβασα σὲ μία στατιστικὴ ὅτι τὸ πιὸ δακρύβρεκτο ἡμίωρό του ἑλληνικοῦ εἰκοσιτετραώρου εἶναι τὸ ἡμίωρο ποὺ περιλαμβάνεται μεταξὺ 11.30 καὶ 12ης μεσημβρινῆς. Εἶναι τὸ ἡμίωρο ποὺ φιλοξενεῖ τὸ νεοελληνικὸ πάθος τοῦ 1968.

Στὸ ἡμίωρο αὐτὸ ἐκπέμπονται ὅλα τὰ ράδιο-ρομάντσα τῆς τελευταίας ἐσοδείας. Καὶ οἱ «Πικρές-μικρὲς ἀγάπες» (ποὺ δὲν εἶναι οὔτε πικρές, οὔτε μικρές, ἄλλα γλυκὲς καὶ μεγάλες), καὶ τὰ «Κορίτσια ἀλλιώτικα ἀπὸ τ’ ἄλλα» - ποὺ δὲν εἶναι καθόλου ἀλλιώτικα ἀπὸ τὰ ἄλλα.

Γιὰ τὴν Ἑλληνίδα νοικοκυρὰ τὸ ἡμίωρο αὐτὸ εἶναι ἕνα ἡμίωρο σωτηρίας. Εἶναι ἡ ὄασις μέσα στὴν πρωινὴ ἔρημο. Ἄλλοτε, τὰ πρωινὰ ἡ Ἑλληνὶς νοικοκυρὰ δὲν εἶχε νὰ κάνει τίποτε καλύτερο ἢ τίποτε χειρότερο ἀπὸ τὸ νὰ περιμένη τὸν κύριό της καὶ τὸν ἀφέντη της. Τώρα ἡ περίοδος αὐτὴ ἀνήκει ὁριστικὰ στὸ παρελθόν. Τώρα, ἐνῶ ὁ σύζυγος ἐργάζεται στὸ γραφεῖο του ἢ ὁπουδήποτε ἀλλοῦ, τὴν ἴδια ὥρα μέσα στὸ σπίτι τοῦ διαπράττονται τέρατα καὶ σημεῖα: Ἡ σύζυγος τὸν ἀπατὰ μὲ Ρωμαίους καὶ Ροδόλφους, ταξιδεύει σὲ Κάννες καὶ Μαγιόρκες, ζῆ ἔντονα πάθη καὶ διάγει ἕναν ἁμαρτωλὸ καὶ λάγνο βίο, ποὺ εἶναι κοκταίηλ «Ἀγγελικῆς-μαρκησίας τῶν ἀγγέλων» καὶ μαρκησίου ντὲ Σάδ.

Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν μέσα στὴν γεωγραφικὴ περιοχὴ τῆς κουζίνας – διότι κατὰ κανόνα εἶναι ὤρα τοῦ μαγειρεύματος. Εἶναι ἡ ὥρα τῆς λαγνείας καὶ τοῦ τασκεμπάπ, τοῦ πάθους καὶ τῆς φασολάδας, τῆς λαγνείας καὶ τοῦ ἰμὰμ μπαϊλντί.

Μία ἀνεπίσημη στατιστική μας πληροφορεῖ ὅτι ἀφ’ ὅτου μπῆκαν τὰ ράδιο-ρομάντσα στὴ ζωὴ τῆς Ἑλληνίδος νοικοκυρᾶς, τὰ τασκεμπάπ, οἱ φασολάδες καὶ τὰ ἰμὰμ μπαϊλντὶ ἀποτυγχάνουν συστηματικά: Ἡ ἀπιστία ἔχει πάντα καὶ τὶς συνέπειές της…

Αὐτὴ εἶναι ἡ μία πλευρὰ τοῦ ζητήματος. Ἡ ἄλλη πλευρὰ εἶναι ὅτι τὰ ράδιο-ρομάντσα ἔχουν καὶ τὴν εὐεργετική τους συμβολή: Μία ἄλλη ἀνεπίσημη στατιστική μας πληροφορεῖ ὅτι ἀφ’ ὅτου μπῆκε τὸ εἶδος στὰ προγράμματα τοῦ Ε.Ι.Ρ., λιγόστευσαν τὰ συζυγικὰ δράματα. Τὸ φαινόμενο ἔχει τὴν ἐξήγησή του. Ἡ Ἑλληνὶς νοικοκυρὰ δὲν εἶναι πιὰ τόσο εὐάλωτος στόχος, γιὰ τὸν γαλατὰ ἢ τὸν ὀξυγονοκολλητὴ ἢ γιὰ τὸ παιδὶ τοῦ μπακάλη τῆς γειτονιᾶς. (Αὐτοὶ ἤσαν ἄλλοτε οἱ ἄνδρες ποὺ κυκλοφοροῦσαν κάθε πρωὶ στὴ ζωή της. Ἐὰν ἤθελε νὰ ἀποκτήσει ἐραστή, ἔπρεπε νὰ τὸν διαλέξη μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρωινὸ ρεπερτόριο).

Τώρα τὰ πράγματα ἄλλαξαν- χάρις στὰ ράδιο-ρομάντσα. Οἱ μετοχὲς τῆς ἀνέβηκαν. Δὲν εἶναι πιὰ ἡ πλήττουσα μέχρι θανάτου πιστὴ σύζυγος. Εἶναι ἡ πρωταγωνίστρια. Εἶναι ἄλλοτε ἡ Βάνα, ἄλλοτε ἡ Μαριάννα, ἄλλοτε ἡ Τερέζα καὶ ἄλλοτε ἡ Τζούλια. (Αὐτὰ εἶναι κατὰ κανόνα τὰ ἐξωτικὰ ὀνόματα τὰ ὁποῖα ἐμπνέουν τοὺς ράδιο-συγγραφεῖς μας). Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε μία Μπιάνκα ἢ μία Τερέζα νὰ συνάπτει ἐρωτικὴ σχέση μὲ τὸν ὀξυγονοκολλητὴ τῆς γειτονιᾶς; Μᾶλλον δὲν θὰ μπορῆτε.

Ἰδοὺ τὸ δράμα τοῦ ὀξυγονοκολλητοῦ: Αἰφνιδίως ἡ Ἑλληνὶς νοικοκυρὰ ἔγινε ἀπρόσιτη. Μαθημένη πλέον νὰ κυκλοφορεῖ κάθε πρωί, ἄλλοτε μὲ κάποιον Ἐρρίκο καὶ ἄλλοτε μὲ κάποιον Ροδόλφο, βλέπει τὸν ζέν-πρεμιὲ τῆς συνοικίας σὰν μύγα. Δὲν τὴν συγκινεῖ πλέον. Δὲν τὸν θέλει. Οἱ κλάσεις τοὺς διαφέρουν. Καὶ θὰ συνεχίσουν νὰ διαφέρουν ἕως ὅτου κάποιος ράδιο-συγγραφεὺς λυπηθῆ τὸ θέμα τῆς ἱστορίας καὶ βάλει σὲ κάποιο ράδιο-ρομάντσο τὴν ἡρωίδα νὰ ἐρωτευθῆ κάποιον ὀξυγονοκολλητὴ – ὀνόματι Ἐρρίκο ἢ Ροδόλφο!

Ἴσως αὐτὸς ὁ ράδιο-συγγραφεὺς νὰ εἶμαι ἐγώ. Τὸ ἄρθρο αὐτὸ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ πόσο βαθειὰ ἐπιθυμία ἔχω νὰ γράψω κάποτε ἕνα τέτοιο ρομάντσο. Ξέρω ὅμως ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο. Σὲ γενικὲς γραμμὲς ἕνα ράδιο-ρομάντσο πρέπει νὰ διαθέτει τὶς ἑξῆς ἀρετές:

Πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ εἶναι αἰσθηματικὸ καὶ λυπητερό. Ἐὰν εἶναι σκέτο αἰσθηματικὸ δὲν φθάνει. Πρέπει νὰ προκαλεῖ καὶ τὸν θρῆνο. Ὑπάρχει ἕνα σιωπηρὸ συμβόλαιο μεταξὺ τοῦ ράδιο-ἀκροατηρίου καὶ τῶν ἐκπομπῶν αὐτῶν ποὺ στηρίζεται σὲ ἕνα μίνιμουμ γκαραντὶ ἑνὸς γραμμαρίου δακρύων. Ὁ συγγραφεὺς ἔχει ἱερὴ ὑποχρέωσι ἀπέναντι τοῦ ἑαυτοῦ του καὶ τοῦ «Τάιντ» ἢ τοῦ «Ρόλ» ἢ τοῦ «Τρύλ» νὰ μὴν ξεπέφτει ποτὲ κάτω ἀπὸ τὸ μίνιμουμ αὐτό.

Πρέπει νὰ περιέχει βαθιὰ καὶ συγκλονιστικὰ νοήματα. Ὅλοι οἱ ἥρωες τῶν ράδιο-ρομάντσων εἶναι βαθεῖς γνῶστες τῆς ἀνθρώπινης ψυχολογίας καὶ εἶναι ἀνὰ πάσα στιγμὴ ἕτοιμοι νὰ ποῦν κάτι βαθύ, πολύπλοκο καὶ ἐρεβῶδες.

Ἂς πάρωμε μία συγκεκριμένη περίπτωση: Ἡ Μπιάνκα εἶναι κλεισμένη στὸ δωμάτιό της καὶ ἀκούει ἕναν δίσκο στὸ πίκ-ἄπ. Χτυπᾶ ἡ πόρτα. Εἶναι ἡ θεία. Πάντα σὲ κάθε ράδιο-ρομάντσο ὑπάρχει μία Μπιάνκα, ἕνα πίκ-ἂπ καὶ μία θεία. Ἀτυχῶς ὑπάρχουν καὶ ἀκροαταί.

Ἀκολουθεῖ ὁ διάλογος, ὁ ὁποῖος ἔχει ὡς ἑξῆς:

ΘΕΙΑ: Τί ἔχεις Μπιάνκα;

ΜΠΙΑΝΚΑ (κλαίει): Ἔφυγε ὁ Ροδόλφος…

ΘΕΙΑ: Οἱ ἄνδρες εἶναι γεννημένοι γιὰ νὰ φεύγουν…

ΜΠΙΑΝΚΑ: Ὦ, θεία – τί ὡραία ποὺ μιλᾶς…

ΘΕΙΑ: Δὲν μιλάω ὡραῖα, Μπιάνκα. Ξέρω ἁπλῶς τὴ ζωή…

Στὴ συνέχεια τῆς ἐκπομπῆς ἡ θεία ἀφηγεῖται μία περιπέτειά της ποὺ εἶχε ὅταν ἦταν 18 χρονῶν. Ἐὰν ὁ συγγραφεὺς ἔχη λίγη φαντασία μπορεῖ νὰ περιπλέξει ἀκόμη περισσότερο τὰ πράγματα. Μπορεῖ λόγου χάρη νὰ ἀποδειχθῆ ὅτι ὁ Ροδόλφος εἶναι νόθος γιὸς τῆς θείας. Ἢ ὅτι ἡ θεία εἶναι νόθος κόρη τοῦ Ροδόλφου…

Οἱ ἥρωες ἑνὸς ράδιο-ρομάντσου πρέπει νὰ ἔχουν πλούσιο, σκοτεινὸ κι ἀνεξερεύνητο ψυχικὸ κόσμο.

Κάθε φορὰ ποὺ ἀκούω ἕνα ράδιο-ρομάντσο, διερωτῶμαι πὼς εἶναι δυνατὸν νὰ συνωστίζονται τόσοι πολλοὶ βαθεῖς τύποι σὲ μία ἐκπομπὴ διάρκειας ἑνὸς τετάρτου. Εἶναι μία περίπτωσις ποὺ θυμίζει τὸ καπέλλο τοῦ θαυματοποιοῦ – ἀπὸ ὅπου ἀναπηδοῦν διαρκῶς κουνέλια.

Ὁ συγγραφεὺς ἑνὸς ράδιο-ρομάντσου ἔχει σὲ τελευταῖα ἀνάλυση πολλὲς ὁμοιότητες μὲ ἕναν θαυματοποιὸ – ἢ μὲ μία κουνέλα: Πρέπει νὰ γεννᾶ διαρκῶς. Ἄλλο παράδειγμα:

ΕΚΕΙΝΗ: Νοιώθω τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες. Μερικὲς φορὲς ὅταν περπατῶ μόνη σὲ ἕνα δάσος σκέπτομαι πόσο περίεργη εἶναι ἡ ζωή…

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πόσο δίκιο ἔχεις.

ΕΚΕΙΝΗ: Θὰ ἤθελα νὰ πεθάνω στὴν κορυφὴ ἑνὸς βουνοῦ.

ΕΚΕΙΝΟΣ: Πὼς λάμπουν τὰ μάτια σου…

ΕΚΕΙΝΗ: Νοιώθω σὰ νὰ ὑπάρχουν τρεῖς γυναῖκες μέσα μου…

Τὸ ράδιο-κοινὸ αἰσθάνεται πάντα μία ἰδιαίτερη ἡδονὴ ἐξερευνώντας τὸ σκοτεινὸ δάσος τῆς σλαβικῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι φανερὸ ὅτι διαθέτει ἡ ἡρωίς.

Γιὰ τὸν ἥρωα τὰ πράγματα εἶναι βέβαια ἀπελπιστικά. Τὸ νὰ ἔχεις πάρε-δῶσε μὲ μία νέα, ἡ ὁποία ἔχει τρεῖς γυναῖκες μέσα τῆς δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο πράγμα. Ἰδίως ὅταν σκέπτεσαι ὅτι θὰ ἔλθει μία μέρα ποὺ θὰ τὶς παντρευθῆς, θὰ τὶς ντύνης καὶ θὰ τὶς ταΐζης- καὶ τὶς τρεῖς…

Ἀλλὰ τὸ θέμα δὲν ἐξαντλεῖται, βέβαια, σὲ ἕνα ἄρθρο τόσο σύντομο καὶ τόσο πρόχειρο. Κάποτε θὰ χρειασθῆ νὰ ὁλοκληρώσω τὴ συνταγή.

Πρὸς τὸ παρὸν ἄς μου ἐπιτραπῆ νὰ σταματήσω ἐδῶ. Ἡ ὥρα εἶναι ἀκριβῶς 11.30 καὶ τὴν ὥρα αὐτὴ δὲν γράφω ποτέ:

Ἀκούω ραδιόφωνο…

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2009

Το ’83 στας αρχάς μηνός του Απριλίου σατιρική εφημερίς, είδε το φως του ηλίου...

...Ο συγγραφέας ήτανε Σουρής ο θρυλικός
και εβαπτίσθη υπ’αυτού, εξαίφνης, «Ο Ρωμηός»…



Πολυγραφότατος, κωμαστής και ανεξάντλητος στιχοπλόκος, ο Γεώργιος Σουρής αποτελεί μιά περίπτωση εξαιρετικώς ιδιάζουσα στα ελληνικά γράμματα.
Η αποθέωσή του από μια μερίδα των κριτικών (στο σημείο να τον ανακηρύξουν τον μοναδικό και αδιαφιλονίκητο «εγγονό» του Αριστοφάνη), μέχρι την απόλυτη καταβαράθρωσή του από μερίδα άλλων (συγχρόνων του και μεταγενέστερων), τον καθιστούν στην χορεία των συγγραφέων που ανά τις εποχές και τα έθνη, αποτελούν «σημεία αντιλεγόμενα» της λογοτεχνίας. Η ομόφωνη πρόταση –μοναδική και ανεπανάληπτη- του ελληνικού Κοινοβουλίου του 1906, όμως, να τον θέσει υποψήφιο για βραβείο Νόμπελ καθιστά τον Σουρή φαινόμενο κατ’ εξαίρεση. (Μια άλλη ακριτομυθία που τρέφει το μύθο του Σουρή, είναι ότι γεννήθηκε στο Παυσίλυπον της Σύρας… Μοιραία ή όχι ο μακαρίτης ποιητής έμελλε να γίνει ο ίδιος «παυσίλυπον» με το έργο του…)
Εδώ όμως, θα ασχοληθούμε, ακροθιγώς, με την εφημερίδα που εξέδιδε ο Σουρής από τον Απρίλιο του 1883 ως τις 17 Νοεμβρίου 1918 (λίγο πριν το θάνατό του), με δύο μικρές διακοπές. Συνολικά εκδόθηκαν 1.444 φύλλα, μέσα στα οποία σχολίαζε έμμετρα τα της καθημερινότητας -ελληνικής και ξένης-, άλλοτε επιγραμματικά κι άλλοτε εκτενέστερα. Τακτικοί σχολιαστές αυτής της επικαιρότητας ήταν τα ξακουστά του δημιουργήματα, «Φασουλής και Περικλέτος, ο καθένας νέτος σκέτος» ή «Περικλέτος, Φασουλής, ο καθένας σεβνταλής»…
Η εφημερίδα ήταν εβδομαδιαία και αποτέλεσε μοναδικό παράδειγμα εγχώριας εφημερίδας που ήταν όλη σε στίχους, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και των διαφημίσεων…
(Τρέξατε ὅλοι στοῦ Γουδῆ τὰ πεταχτὰ βαπόρια!
Καμία πλῆξις μὲς σ’ αὐτά, καμία στενοχώρια.
Οἱ ναῦται τῶν, οἱ πλοίαρχοι, οἱ καμαρότοι κι ἄλλοι
καὶ ‘στὴ γαλήνη τρέχουνε κοντά σας καὶ στὴ ζάλη.
Κι ἂν εἶναι φουσκοθαλασσιά, ὁ κόσμος τὴν ξεχάνει,
κι ἀπὸ τὴν περιποίησι, οὒτ’ ἐμετὸς σὲ πιάνει-
μὰ πάντα τέτοιο πλοίαρχο θὰ εὕρεις εἷς τὴν πλώρη,
ποῦ δέ σου κάνει πιὰ καρδιὰ νὰ βγεῖς ἀπ’ τὸ βαπόρι.
Ἀμμ’ τί σου λὲν κι οἱ πράκτορες αὐτῆς τῆς Ἐταιρίας!
Καὶ στοὺς κυρίους ὁμιλοῦν, καθὼς καὶ στᾶς κυρίας.
Κι ἐνῶ δυὸ εἰσητήρια πηγαίνεις νὰ ζητήσεις,
ἀπὸ τὰ κομπλιμέντα τῶν καὶ τὶς περιποιήσεις
γίνεσαι πρῶτος φίλος τῶν, τρατάρουν καὶ τρατάρεις,
καὶ δέκα εἰσιτήρια σου ἔρχεται νὰ πάρης.)

«Ο Ρωμηός» αποτέλεσε εκδοτικό γεγονός και ήταν από τα πιο ευπώλητα φύλλα του τύπου της εποχής.
Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, και κάποιοι αναγνώστες του θέλησαν να στείλουν τα γράμματά τους εμμέτρως , προκαλώντας, όμως, έτσι, σε μερικές εξ αυτών των περιπτώσεων την σκωπτική και, μάλλον, άκομψη αντίδραση του εκδότη…
(Μία συμβουλή μου γιὰ μερικούς,
ποῦ στέλλουν στίχους ἐμετικούς:
Τοὺς στίχους παραιτήσετε,
τὶς ὥραις σας μὴ χάνετε,
κι ἄλλη δουλειὰ φροντίστε
καλλίτερη νὰ κάνετε.)
Κι ίδιοι οι στίχοι, όμως, του Ρωμηού, δεν χαρακτηρίζονταν πάντα από ευφυΐα και πρωτοτυπία- ιδιαίτερως, στα τελευταία χρόνια της ζωής της εφημερίδας…

Το μικρό αυτό αφιέρωμα θα ολοκληρωθεί με το ποίημα του Σουρή «Εμπρός» -από το πρώτο πρώτο φύλλο του Ρωμηού- που αποτελεί και την αναγγελία της γεννησής του…

Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς βγάλωμε κι ἐμεῖς ἐφημερίδα,
ἀφοῦ καμιὰ δὲν ξέρουμε καλλίτερη δουλειά.
Ἀβάντι νὰ λυσσάξωμε κι ἐμεῖς γιὰ τὴν πατρίδα,
προτοῦ νὰ μᾶς λυσσάξουνε τοῦ δρόμου τὰ σκυλιά. […]

Τί διάβολο θὰ γράψουμε, γιὰ τοῦτο δὲν μᾶς νοιάζει.
Φθάνει νὰ πιῶ ἕνα καφφέ, νὰ πιῶ κι ἕνα τσιγάρο,
Κι ἰδέαις τὸ κεφάλι μου ἀμέσως κατεβάζει,
κι ἀμέσως τὸν κατήφορο εἰς τὸ χαρτὶ θὰ πάρω.

Τί θὰ γραφεῖ μὲς ‘στὸ Ρωμηὸ καθόλου δὲ μὲ μέλλει…
Κάθε Ρωμηὸς ποὺ ξαπλωθεῖ ὀλίγο στὴ λιακάδα,
ἀπὸ ἰδέαις ὑψηλὲς εὑρίσκει ὅσες θέλει…
Γιὰ γνώσεις ἄλλο τίποτε ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα.

Θὰ εἶμαι δημοκρατικὸς κατὰ τᾶς περιστάσεις,
μὰ θαμαι καὶ βασιλικός. Θὰ εἶμαι ὅ,τι θέλω.
Θὲ νὰ γυρεύω κάποτε κι ἐγὼ ἐπαναστάσεις,
ἀλλ’ ὅμως καὶ στοὺς βασιλεῖς θὰ βγάζω τὸ καπέλο.

Ἀφοῦ ποτὲ λογαριασμὸ ‘στὸ κράτος δὲν θὰ δίνω,
Γιατί κι ἐγὼ τὸ κέφι μου σὰν ἄλλους νὰ μὴν κάνω;
Ρωμηὸς δὲν εἶμαι;…, ἔ! λοιπὸν θὰ γίνω ὅ,τι γίνω
καὶ βασιληὰ στὸ γοῦστο μου κανένα δὲν θὰ βάνω.

Πάντα μὲ στίχους θὰ μιλῶ μὲς ‘στῶν Ρωμηῶν τὴ σφαίρα,
κι οὔτε κανέναν Ἕλληνα ποτὲ θὰ χαιρετῶ,
ἐὰν μὲ στίχους δὲν μοῦ ‘πῆ κι αὐτὴν τὴν καλημέρα…
Εἰς ὄλαις τὶς ἰδέαις μου τὸ μέτρο θὰ κρατῶ.

Κι ἴσως οἱ στίχοι πιὸ ἀργὰ τῆς μόδας καταντήσουν,
καὶ ἴσως οἱ Πανέλληνες φυτρώσουν στιχουργοί,
καὶ τίποτε παράξενο μὲ στίχους νὰ ‘μιλήσουν
κι ὁ βασιληᾶς κι οἱ βουλευταὶ καὶ οἱ Πρωθυπουργοί.

Θὰ ἦναι ἀριστούργημα… ψυχή μου στὰ Πατήσια!
Λοιπόν, ‘στοὺς στίχους πέσετε, γυναῖκες, ἄνδρες, ὅλοι.
Κι ἔτσι μὲ στίχων τάγματα πιστεύω ὁλοΐσια,
νὰ πᾶμε καββαλάρηδες ‘στὴν ξακουσμένη Πόλι.

Ένα ποστ δια χειρός Μποστ



Ο,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή.
O πρώτος ήταν ποιητής, σχεδιαστής, αρχιτέκτων, μουσουργός και εφευρέτης. Aι διάφοροι μελέται του για τα πυροβόλα όπλα, καθώς και τα συγγράμματά του διά το «αεικίνητον» το στηριχθέν εις την αρχήν της αενάου κινήσεως, είναι αρκετά διά να τον κατατάξουν, μόνον αυτά, εις την χορείαν των «μεγάλων». O Mποσταντζόγλου είναι κι αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον. Bεβαίως τα σχέδιά του ήσαν ολίγον «επαναστατικά», π.χ. εις την θέσιν των παραθύρων είχε τις πόρτες, και εις την θέσιν της πόρτας να μπαίνουν οι επισκέπται από το παράθυρον, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός ήτο ο λόγος που φίλοι και συγγενείς τον απέφευγον. Oύτε το ότι ήτο ακριβός ευσταθεί. Nομίζω ότι πρέπει να αποδοθή μάλλον εις την επιμονήν του να μην θέλη ο ίδιος σκεπήν, ώστε να εισέρχεται ελευθέρως το ηλιακόν φως και το σπίτι να είναι οικονομικόν. Tο ότι μάλιστα είχε προνοήσει κατά τας ημέρας των βροχών οι ένοικοι να κοιμούνται εις τας ντουλάπας, είναι μία επί πλέον απόδειξις ότι το όλον θέμα ο Mποσταντζόγλου το είχε συλλάβει και το είχεν μελετήσει εις όλας του τας λεπτομερείας. Mε τον τομέα της μουσικής πάλιν, δεν εύρεν τον καιρόν να ασχοληθή ακόμη. Πάντως είναι πολύ ευχαριστημένος που την υπόθεσιν αυτήν την ανέλαβε ο Mάνος Xατζιδάκις και χαίρεται που η προσπάθειά του αυτή βρίσκεται σε καλά χέρια. «Aν είχα καιρόν να γράψω», μου εξομολογήθη κάποτε, «τέτοια μουσική θα έγραφα. Ό,τι γράφει αυτός, μ’ αρέσει. Λέω να μην ανακατωθώ καθόλου στη δουλειά του και να τον αφήσω να γράφη ελεύθερα. Έτσι κι αυτός θα εμπνέεται απερίσπαστος και διευκολύνει και μένα, διότι έχω πολλές δουλειές. Tι λες εσύ;» Συνεφώνησα με τα λεχθέντα τότε, διότι πράγματι εγνώριζα ότι ήτο απησχολημένος με διάφορα προβλήματα. Έν εξ αυτών των προβλημάτων, ήταν και η ανεύρεσις τρόπου να κατασκευάζη μόνος του το χαρτί, όπως είχε υποσχεθή πέρυσιν εις τους αναγνώστας του βιβλίου του. Έκανε πολλά πειράματα που πολύ τον εταλαιπώρησαν και πολλοί γνωστοί και φίλοι, εις τους οποίους έδειξε τα δείγματα, του εσύστησαν να ξαναπάρη χαρτί του εμπορίου ώστε να ξεκουρασθή, και συνεχίζει τις ανακαλύψεις του του χρόνου. Tο δεύτερον μεγάλο πρόβλημα που τον απησχόλησε το 1960 ήταν η προσπάθειά του να εφεύρη το «αεικίνητον» και αυτός, αλλά με κάποιαν παραλλαγήν. O Mποσταντζόγλου το ονόμαζεν «αειχρήματον» και το εστήριζεν εις την αρχήν τού να αντεπεξέρχεται κανείς εις την αέναον ζήτησιν, οποθενδήποτε προερχομένης. Mου έδειξε και ωρισμένα σχέδιά του και απ’ ό,τι απεκόμισα, κατά τον Mποσταντζόγλου το «αειχρήματον» πρέπει να έχη σχήμα πορτοφολιού, ολίγον παχύ (όσον παχύτερον, μου εξήγησεν, τόσον και περισσοτέραν δύναμιν θα έχη), αλλ’ έμεινα με την εντύπωσιν ότι ο προικισμένος αυτός εφευρέτης και σχεδιαστής ευρίσκεται ακόμη εις το στάδιον των πειραματισμών. Kατέχει τα Mαθηματικά, αλλά η λογική του είναι ιδιόρρυθμος. Bιβλίον το οποίον στοιχίζει 20, υπολογίζει ότι διά να κερδίση, πρέπει να πωληθή 10. Eάν ο άνθρωπος αυτός δεν είχεν πίσω του διάφορες Kρατικές δουλειές, θα απέθνησκεν της πείνης. Aπό την ημέραν όμως που εισήλθεν εις το Kαλλιτεχνικόν Eπιμελητήριον «παμψηφεί», αποτόμως ο ρυθμός της ζωής του ανετράπη και κυριολεκτικώς ζει εν μέσω αφαντάστου χλιδής. Aυτό το γεγονός όμως ήταν που εσκλήρυνεν την καρδιά του και μένει ανάλγητος προ του πόνου και της δυστυχίας των συνανθρώπων του [...] Πολλάς φοράς, από λόγους καθαρώς σαδιστικούς, βγαίνει στην πόρτα και ανάβει τα τσιγάρα του με χαρτονομίσματα επιδεικτικώς. Στην γειτονιά τον αποκαλούν «Pότσιλδ». Aυτή είναι η μελανή του πλευρά. Kατά τα άλλα, είναι ένας καλλιτέχνης αξιαγάπητος. Πάντοτε έχει σπίτι του επισκέπτας. Eάν δεν έρθουν σμήνη τσιγγάνων, θα έρθουν φίλοι, και εάν δεν έρθουν φίλοι, θα έλθουν συγγενείς. Aπαραιτήτως θα τον επισκεφθούν εκπρόσωποι του Aεριόφωτος, της Hλεκτρικής, της Tηλεφωνικής, άνθρωποι των Yδάτων, Aξιωματούχοι της Eφορίας και άλλων σοβαρών Iδρυμάτων. Tον γαλατάν, παγοπώλην και δοσάν, δέχεται ιδιαιτέρως και αι επισκέψεις των απλών αυτών ανθρώπων τού δίδουν αφάνταστον χαράν. Δέχεται τους πάντας με Aνατολικήν ευγένειαν, διότι και η καταγωγή του είναι Aνατολική. O Mέντης Mποσταντζόγλου γεννήθηκε στην Kωνσταντινούπολη. O ιστορικός κλάδος των Mποσταντζόγλου πρωτοπαρουσιάζεται στα βάθη της Mέσης Aνατολής. Πρόγονός του υπήρξεν ο περίφημος λόγιος Θεόδωρος Iωάννου Mποσταντζόγλου, τον οποίον ουδείς εγνώριζεν εν όσω έζη και ο οποίος όταν απέθανε, τότε ήταν που δεν έγινε καθόλου λόγος δι’ αυτόν. Λέγουν ότι υπήρξεν επιστήθιος φίλος του Nαστραντίν Xότζα, κατά τινας μάλιστα πληροφορίας ο Θεόδωρος έγραφεν τα ανέκδοτα, ο δε Xότζας τα απήγγελλεν. Tούτο συνάγεται και εκ των ανεξηγήτων διακοπών του Xότζα, αι οποίαι συνέπιπτον σχεδόν πάντοτε με περιόδους κατά τας οποίας ο Θεόδωρος έκειτο κλινήρης. Iσχυρίζονται επίσης πολλοί, ότι και αυτός ήτο ο λόγος που ο πρόγονος του Mποστ. τα ετίναξεν νέος. Διότι ο Xότζας εν τη επιθυμία του να έχη ανέκδοτα και διά την περίοδον που ο φίλος του θα ήτο ασθενής, εξεθέωνεν τον δυστυχή λόγιον στη δουλειά. Πολλάς φοράς του έτρωγε και τα ποσοστά καθ’ όσον ο Xότζας ήτο πολύ καπάτσος. H ιδέα να βγάλουν τα ανέκδοτα εις δίσκους, του Mποσταντζόγλου ήτο, δεν ήτο του Xότζα. H μόνη συμβολή του Xότζα εις την υπόθεσιν αυτήν ήταν το εξώφυλλον. Kι αυτό εστάθη η αφορμή της οριστικής των ρήξεως. Διότι ο Xότζας παρήγγειλε εξώφυλλον που έγραφε απ’ έξω με μεγάλα γράμματα Ο ΝΑΣΤΡΕΝΤΙΝ ΧΟΤΖΙΔΑΚΙΣ παρουσιάζει τα «ανέκδοτα» του Θεοδωράκη εφένδη, κι έβαλε τα δικά του με πολύ ψιλά. Kι όταν το επληροφορήθη ο Θεόδωρος, εστενοχωρήθη πολύ και έπεσεν του θανατά. Tα τελευταία δε λόγια που είπε στους συγγενείς του πριν ξεψυχήση ήσαν τα εξής:
― Παιδιά μου, μεγαλοφυΐα αυτός ο Xοτζιδάκις και καύχημα της Aνατολής, αλλ’ όταν παίρνη τοις μετρητοίς αυτά που γράφω και γίνεται ένα με τον Nαστρεντίνον και δεν μου ηχογραφούν την πλάκα για τιμωρία, τότε σημαίνει ότι και τα δύο παιδιά στερούνται Aνατολίτικου χιούμορ. Kι αφού είπε αυτά, μετά πέθανε και τον θάψανε.
Aπόγονος λοιπόν αυτού του καλοκάγαθου ανθρώπου είναι κι ο Mέντης Mποσταντζόγλου. Aπό τον Θεόδωρον έλαβε τας περισσοτέρας αρετάς• την απέραντον σοφίαν, την αγάπην διά το ποδόσφαιρον, το ιδίωμα να γράφη πολλάκις με τα πόδια και το θείον χάρισμα, πρώτον να γράφη και κατόπιν να σκέπτεται. Oύτος επί μίαν ολόκληρον 40ετίαν εβασανίζετο, διότι δεν ημπορούσε να ομιλήση. Tου εδόθη κάποτε η ευκαιρία και ηθέλησε να τα πη μαζεμένα. Xείμαρρος ασυγκράτητος ήσαν αι λέξεις που ανέβλυσαν από την ψυχήν του. Nιαγάρας ορμητικός εικόνων και σχημάτων που τον έπνιγαν παρουσιάστηκε μπροστά του και το αποτέλεσμα ήταν να μην τον χωράη το χαρτί και τα γραφόμενά του κοντεύουν να πνίξουν και τον ίδιον. Kακός όμως δεν είναι. Γκαφατζής είναι. Έχει μέσα του τεράστια αποθέματα υδατοπτώσεων, αλλά η έλλειψις μηχανικού που θα μετατρέψη αυτήν την δύναμιν σε χρήσιμον ηλεκτρικήν ενέργειαν είναι οφθαλμοφανής. Σπίτι του, οι δικοί του αντικρύζουν με τρόμον περισσοτέρας πλημμύρας παρά ηλεκτροφωτισμόν. Tα όρια ευπρεπείας, σατίρας και λιβέλλου δεν είναι σαφώς διαγεγραμμένα εις το αγαθό του μυαλό. Ήκουσε κάποτε ότι η ζωή είναι ζούγκλα, του ενετυπώθη, κι έκατσε εις τον μονόδρομον ωπλισμένος με το ρόπαλόν του. Aυτοδιορίστηκε τροχονόμος για ν’ αμυνθή και τάβαλε μ’ όλους που κατά την γνώμην του έκαναν «παράβαση». Έναν μόνον δεν μπορεί να φέρη σε λογαριασμό. Tον εαυτό του. Tα «θα μας κάψης», «γιατί τώγραψες» ή «τι σ’ έπιασε πάλι;» είναι αι μόναι ενθαρρυντικαί φράσεις που ακούει ο σύγχρονος αυτός Nτα Bίντσι από την εν απογνώσει ευρισκομένην οικογένειάν του. Kαι τότε ο φιλότιμος αυτός καλλιτέχνης, μεταμελείται. Oρκίζεται ότι θα αλλάξη και, κλεινόμενος εις το εργαστήριόν του με συντριβήν, ξαναφτιάχνει από τα ίδια. Aυτός είναι ο Mέντης Mποσταντζόγλου.
Στο περσινό μου βιβλίο, είχε γράψει καλά λόγια για μένα ο φίλος μου Hλίας Πετρόπουλος από την Θεσσαλονίκη. Φέτος ήθελα να βάλω κάποιο όνομα τρανταχτό και σκέφθηκα να προτείνω να μου γράψη τον πρόλογο ο κ. Πρωθυπουργός. Eπειδή όμως σκέφθηκα ότι θα έχη πολλές δουλειές, έλεγα να το γράψω εγώ και να βάλω από κάτω ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ, ποιος θα το καταλάβη. Mετά είπα, ότι μπορεί να μαθευτή και θα ήταν μεγάλη ντροπή. Mου είπαν μερικοί να πάω στον ακαδημαϊκό ΠΕΤΡΙΔΗ. Πήγα, αλλά έλειπε στο μνημόσυνο του Mητρόπουλου. Tέλος αποφάσισα να πρωτοτυπήσω, να γράψω τον πρόλογο εγώ και να πω τα καλύτερα λόγια για τον εαυτό μου. Aυτό και έκανα. Kι εγώ που τον διάβασα, έμεινα πολύ ευχαριστημένος. Θάγραφα κι άλλα, αλλά δεν με παίρνει ο χώρος".


*Εκτενές απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου "Το λέφκομά μου", με σκίτσα και κείμενα του Μποστ.

*Περισσότερες "Σελίδες Μποστ" στο http://www.sarantakos.com/asteia/mpost.html

Κι ένα παραλειπόμενο, υπό μορφήν Μπόστιας γελοιογραφίας (…για να δικαιολογηθεί και η καταγραφή του ποστ στην κατηγορία ΠΑΡΩΔΙΑΙ) :

Την επομένην (…ήτοι 22αν Μαρτίου του σωτηρίου έτους 1961) της μεγάλης συναυλίας στο Θέατρο «Κεντρικόν» της πλατείας Κολοκοτρώνη, στην οποία συνέπραξαν για πρώτη φορά στη σκηνή, ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις, οι εφημερίδες κυκλοφόρησαν με πηχυαίους τίτλους και εκτενή ρεπορτάζ, όχι τόσο για το μεγάλο μουσικό γεγονός, όσο για το συμβάν της αδιαθεσίας που αισθάνθηκε επί σκηνής ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, τη στιγμή που ήδη η ορχήστρα είχε αρχίσει να παίζει τον «Επιτάφιο» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου. Το ατυχές συμβάν είχε σαν αποτέλεσμα την ολιγόλεπτη διακοπή της συναυλίας και τη μεταφορά του Μπιθικώτση στα παρασκήνια, όπου ο Αλέκος Αλεξανδράκης – ευρισκόμενος εκεί μαζί με άλλους συναδέλφους του, προφανώς, για συμπαράσταση προς τη Μάρω Κοντού, που παρουσίαζε το πρόγραμμα – τον βοήθησε να συνέλθει, δίνοντάς του να καταπιεί ένα χαπάκι «δια το σκηνικόν άγχος, την συνήθην νόσον των ηθοποιών». Αργότερα βέβαια, ο ίδιος ο Αλεξανδράκης διαβεβαίωνε τους πάντες πως επρόκειτο για μια απλή ασπιρίνη –κατ’ άλλους ψίχα ψωμιού- δήλωση που, ως φαίνεται, ώθησε και τον Μποστ να σατιρίσει την όλη κατάσταση, σκαρώνοντας αυτήν την εξόχως εύστοχη παρωδία των μελοποιημένων στίχων του Ρίτσου…
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.


Την ορχήστρα του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) διηύθυνε ο Μίκης Θεοδωράκης, με σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Χιώτη και τραγουδιστές τον Γρηγόρη Μπιθικώτση , τον Στέλιο Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα , τη Μαίρη Λίντα και – σε πρώτη εμφάνιση - τον Τέρη Χρυσό.
Ο Μάνος Χατζηδάκις συμμετείχε φιλικά σε δύο κομμάτια παίζοντας πιάνο.